Όπως ήταν αναμενόμενο, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (δηλαδή η κεντρική τράπεζα της χώρας) δεν έχασε χρόνο και έκανε μία ισχυρή παρέμβαση για να ηρεμήσει τις αγορές μετά την καταστροφική χρηματιστηριακή συνεδρίαση της Τετάρτης για την Credit Suisse (CSGN ZURICH, CS NYSE) και όλες σχεδόν τις τραπεζικές μετοχές των δυτικών χρηματιστηρίων.
Αργά το βράδυ της Τετάρτης ανακοινώθηκε πως η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας θα παράσχει στην Credit Suisse πρόσβαση σε γραμμές ρευστότητας μέχρι το ύψος των 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης προς την Πέμπτη, η τράπεζα ανακοίνωσε πως θα κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας και ταυτόχρονα δήλωσε πως προτίθεται να ξοδέψει έως τρία δισεκατομμύρια φράγκα για να επαναγοράσει ομόλογα που είχε εκδώσει η ίδια.
Οι χρηματιστηριακές αγορές έβγαλαν έναν μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης και ξεκίνησαν την χθεσινή συνεδρίαση με εντελώς διαφορετική διάθεση από ότι την Τετάρτη. Έτσι τα μεγάλα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια τελείωσαν την συνεδρίαση της Πέμπτης σημειώνοντας αρκετά σημαντική άνοδο και κάλυψαν ένα μέρος των απωλειών της προηγούμενης μέρας. Η μετοχή της Credit Suisse ανέβηκε κατά 19,15% μετά την πτώση κατά 24,2% που σημείωσε την Τετάρτη.
Την εξομάλυνση της κατάστασης στις αγορές και τον τραπεζικό κλάδο βοήθησαν και οι εποπτικές αρχές εκτός Ελβετίας με τις δηλώσεις εκπροσώπων τους. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν αναφέρθηκε βέβαια ονομαστικά στην ελβετική τράπεζα, αλλά δήλωσε πως η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά τις εντάσεις στις αγορές και θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για την διατήρηση της υγείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επιπρόσθετα, επανέλαβε πως το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι σε πολύ καλή κατάσταση και η τράπεζα έχει στην διάθεσή της αποτελεσματικά εργαλεία για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους εφόσον χρειαστεί κάτι τέτοιο. Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ,Τζάνετ Γιέλεν, διαβεβαίωσε τους αμερικανούς πολίτες για την ισχυρή θέση του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Αυτές οι παρεμβάσεις βοήθησαν στην επιστροφή της ηρεμίας στα χρηματιστήρια παρότι δεν ήταν δυνατόν, ούτε λογικό, να περιλαμβάνουν απ’ ευθείας αναφορές στην «πέτρα του σκανδάλου», την Credit Suisse.
Όπως είπαμε όμως πριν λίγο, η μετοχή της CS ανέβηκε χθες κατά 19,15% αλλά βρίσκεται ακόμα 9,8% χαμηλότερα από την τιμή που είχε την Τρίτη και 30,3% κάτω από την αρχή του χρόνου. Πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός πως η μετοχή είναι πλέον αρκετά πιο χαμηλά από την τιμή στην οποία έγινε η μεγάλη αύξηση κεφαλαίου του περασμένου φθινοπώρου, την στιγμή που οι μετοχές όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών βρίσκονται σημαντικά υψηλότερα από τα επίπεδα του Οκτωβρίου, ακόμα και μετά την πτώση των τελευταίων ημερών.
Αυτό δείχνει πως η αγορά εκτιμά πως το σχέδιο ανάκαμψης της τράπεζας, στα πλαίσια του οποίου έγινε η μεγάλη αύξηση κεφαλαίου μέσω της οποίας η τράπεζα άντλησε 4 δισεκατομμύρια φράγκα, δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Πολλοί σχολιαστές αποδίδουν την δυσπιστία της αγοράς στο γεγονός πως πολλοί μεγάλοι πελάτες της τράπεζας απέσυραν καταθέσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων φράγκων από την τράπεζα στο δεύτερο μισό του 2022.
Αυτή η εξέλιξη είναι σίγουρα αρνητική, για δύο λόγους: πρώτα γιατί η απόσυρση καταθέσεων πάντα φέρνει σε δύσκολη θέση μία τράπεζα, ειδικά όταν οι μεγάλοι πελάτες της μπορεί να αποσύρουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια με το πάτημα ενός κουμπιού. Από τις πληροφορίες και τις εκτιμήσεις αναλυτών και δημοσιογράφων συμπεραίνουμε όμως πως αυτές οι εκροές κεφαλαίων δεν έχουν δημιουργήσει πρόβλημα στην τράπεζα όσον αφορά την συμμόρφωσή της στους κανόνες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας.
Ένας δεύτερος λόγος, για τον οποίον δεν βλέπουμε να γίνεται πολύς λόγος είναι ο εξής: όσο λιγότερα είναι τα χρήματα που εμπιστεύονται οι πελάτες στην τράπεζα τόσο πιο δύσκολη είναι η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων για την κερδοφορία της τράπεζας. Αυτό ισχύει διότι τα έσοδα της τράπεζας αναμένεται να προέλθουν από την δραστηριότητα διαχείρισης των κεφαλαίων των πελατών, οπότε όσο μικραίνει η αξία αυτών των κεφαλαίων τόσο λιγότερα θα είναι τα κέρδη.
Για ορισμένους αναλυτές, η δυσκολία στην επίτευξη κερδοφορίας είναι το βασικότερο πρόβλημα της τράπεζας και όχι η ποιότητα των κεφαλαίων ή το επίπεδο ρευστότητας. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τους αναλυτές της Morningstar και τον Liam Proud του Reuters. Αν αυτό είναι σωστό, τότε η τράπεζα θα πρέπει να αναζητήσει κάποια άλλη λύση γιατί αργά ή γρήγορα, και ανεξάρτητα από το πόσο δυνατή θα αποδειχθεί η βραχυπρόθεσμη αντίδραση της μετοχής, οι αγορές θα ασχοληθούν και πάλι μαζί της και τότε τα πράγματα ίσως είναι πιο δύσκολα.
Οι επιλογές που φαίνεται να υπάρχουν για την διοίκηση της τράπεζας και την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας ακούγονται σχετικά απλές αλλά δεν είναι και πολύ εύκολες:
- θα μπορούσε να σπάσει σε πολλά κομμάτια, με τα περισσότερα από αυτά να πωλούνται σε άλλες τράπεζες ή επενδυτές τύπου Private Equity. Αυτή η λύση απαιτεί πολύ χρόνο και μπορεί να κοστίσει πολύ σε χρήμα, ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα υπάρχουν πρόθυμοι αγοραστές για όλα τα κομμάτια της τράπεζας
- θα μπορούσε να πουληθεί στην UBS, την μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα η οποία βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Αυτό όμως δεν είναι πολύ εύκολο και δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα γίνει αποδεκτό από τους μετόχους της UBS (UBSG ZURICH, UBS NYSE) και την ελβετική κοινή γνώμη, καθώς μπορεί να θεωρηθεί ως επικίνδυνη για την UBS. Προς επιβεβαίωση αυτού, το Bloomberg μετέδωσε προ ολίγου πως στην επιλογή αυτή αντιτίθενται αυτή την στιγμή οι διοικήσεις και των δύο τραπεζών
- προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς την τράπεζα, θα μπορούσε η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας να εγγυηθεί την ασφάλεια των καταθέσεων στην τράπεζα, κατά τα πρότυπα των ενεργειών των αμερικανικών αρχών που εγγυήθηκαν τις καταθέσεις στις δύο τράπεζες που κατέρρευσαν την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό είναι όμως ακόμα πιο δύσκολο από τα δύο προηγούμενα, αφού είναι βέβαιο πως θα προκαλούσε την σφοδρή αντίδραση των Ελβετών φορολογουμένων, καθώς οι περισσότεροι πελάτες της Credit Suisse δεν έχουν καμία άλλη σχέση με την Ελβετία πέρα από αυτήν με την τράπεζα. Ήδη το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της χώρας δήλωσε ξεκάθαρα πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δοθούν κρατικές εγγυήσεις προς την τράπεζα.
Αυτές είναι οι λύσεις που ακούγονται πιο συχνά στον διεθνή οικονομικό Τύπο και προφανώς δεν είναι οι μόνες πιθανές. Θα μπορούσαμε π.χ. να δούμε την εμφάνιση μίας μεγάλης τράπεζας εκτός Ελβετίας ως πιθανού αγοραστή. Θα μπορούσαμε επίσης να δούμε την διοίκηση να συνεχίσει την εφαρμογή του αρχικού σχεδίου ελπίζοντας πως οι κινήσεις των τελευταίων ωρών θα φέρουν κλίμα ηρεμίας για πολύ καιρό και θα της δώσουν την ευκαιρία να αποδείξει στους επενδυτές και τους πελάτες της πως αξίζει να συνεχίσουν να την εμπιστεύονται.
Η τελευταία λύση θα ήταν η ιδανική αν μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία, είναι όμως πλέον πολύ ριψοκίνδυνη. Αν η τράπεζα βρεθεί πάλι υπό πίεση χωρίς να έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικό, η επίθεση των αγορών και η αρνητική αντίδραση των πελατών δεν θα είναι και τόσο εύκολο να αντιμετωπιστούν από την ίδια και την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας.
Πιθανολογούμε πως οι εποπτικές αρχές στην Ελβετία και εκτός αυτής, καθώς και οι πολιτικές ηγεσίες των δυτικών χωρών δεν είναι διατεθειμένες πλέον να ρισκάρουν μία νέα κρίση με πρωταγωνίστρια την δεύτερη μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, δεν ξέρουμε όμως ποιόν τρόπο θα διαλέξουν για να την αποτρέψουν. Λέμε πως δεν επιθυμούν ένα νέο τέτοιο επεισόδιο γιατί ήδη έχουμε περάσει τρεις μίνι κρίσεις από το φθινόπωρο του 2022 μέχρι τώρα: την κρίση με τα κρατικά ομόλογα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κλείσιμο των δύο αμερικανικών τραπεζών και τις περιπέτειες της Credit Suisse.
Και τα τρία επεισόδια οφείλονται, μεταξύ άλλων, και στα προβλήματα που δημιουργεί στις τράπεζες η άνοδος των επιτοκίων και η επακόλουθη πτώση της αξίας των παλαιότερων ομολόγων πολύ χαμηλών επιτοκίων. Μέχρι τώρα φαίνεται πως καταφέρνουμε να την γλυτώσουμε, αλλά αυτό σίγουρα δεν μπορεί να γίνεται συνεχώς. Ένα νέο πρόβλημα για μία τράπεζα του μεγέθους της Credit Suisse θα μπορούσε πολύ εύκολα να δημιουργήσει αλυσιδωτή αντίδραση και να ταρακουνήσει τις τράπεζες μέσα στην Ελβετία και έξω από αυτήν, μακριά και κοντά. Δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποιον που να επιθυμεί να δει κάτι τέτοιο, ειδικά τους επενδυτές στα διεθνή χρηματιστήρια, οι οποίοι αυτή την στιγμή μάλλον είναι ανακουφισμένοι αλλά ξέρουν πολύ καλά πως «το παιχνίδι δεν έχουν τελειώσει ακόμα».