Συνεχίζει να είναι διχασμένο το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί στο θέμα των επιτοκίων. Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στο «στρατόπεδο» των περιστεριών που τάσσονται υπέρ μίας πιο προσεχτικής προσέγγισης. Διότι αρμοδίως εκφράζονται ανησυχίες ότι η ύφεση στην Ευρώπη θα είναι εντέλει βαθύτερη από τις εκτιμήσεις και θα πλήξει φυσικά και την ελληνική οικονομία που σήμερα εμφανίζει από τους υψηλότερους ρυθμούς στη Γηραιά Ήπειρο.
Θα είναι η αύξηση των επιτοκίων στο 3,75% στις 27 Ιουλίου η τελευταία για την ΕΚΤ; Τι θα κρίνει την απόφαση του Σεπτεμβρίου που μπορεί να στείλει τα επιτόκια στο 4%, το υψηλότερο στην ιστορία της Ευρωζώνης; Τα στελέχη της ΕΚΤ θα συνεδριάσουν σε δύο εβδομάδες και από τη στιγμή που είναι ειλημμένη η απόφαση για νέα αύξηση, το βλέμμα όλων στρέφεται στα επιχειρήματα που θα χρησιμοποιήσουν μετά τις διακοπές για να γείρει η ζυγαριά προς το μέρος του στρατοπέδου στο οποίο ανήκουν.
Από τη μία πλευρά, βρίσκονται τα «γεράκια», τα οποία, με μπροστάρηδες τους κεντρικούς τραπεζίτες της Γερμανίας και της Ολλανδίας, ζητούν νέα αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο και διατήρησή τους στα πρωτοφανή αυτά επίπεδα για περίπου ένα χρόνο. Από την άλλη είναι τα «περιστέρια», που στηρίζονται στη «συμμαχία» Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας και περιέργως έχουν και τη στήριξη του γνωστού μας από την κρίση χρέους και την ατάκα «κουράγιο Έλληνες», Όλι Ρεν, ο οποίος σήμερα είναι κεντρικός τραπεζίτης της Φινλανδίας.
Στην παρούσα φάση, οι αγορές προεξοφλούν τα ακόλουθα: Το επιτόκιο αναφοράς, ήτοι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, θα κορυφωθεί είτε στο 3,75% σε 15 ημέρες από σήμερα, είτε στο 4% στις 14 Σεπτεμβρίου. Από κει και πέρα, αναμένονται μόλις δύο μειώσεις των 25 μονάδων βάσης για να υποχωρήσουν τα επιτόκια στο 3,25% ή 3,50% έως το τέλος του 2024. Με τα σημερινά δεδομένα, το πιθανότερο σενάριο είναι να παραμείνουν τα επιτόκια κοντά στο 4% έως το καλοκαίρι του 2024 και να γίνουν δύο μειώσεις στο β’ εξάμηνο του ερχόμενου έτους. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων θα είναι σταδιακή και μόνο αν το επιβάλλουν οι συνθήκες τα επιτόκια θα κοπούν… μαχαίρι. Στην ίδια υπόθεση εργασίας, η ΕΚΤ θα μειώσει επίσης κατά 0,50% τα επιτόκια το 2025.
Αν επιβεβαιωθούν οι τρέχουσες προσδοκίες των αγορών, δηλαδή τα πονταρίσματα των επενδυτών στις αγορές ομολόγων, η πορεία μείωσης των επιτοκίων θα είναι αργή και… βασανιστική. Ενώ χρειάστηκαν μόλις 12 μήνες για να αυξηθεί το κόστος του χρήματος κατά 4,25 ποσοστιαίες μονάδες – από Ιούλιο 2022 σε Ιούλιο 2023 – στα επόμενα δύο χρόνια τα επιτόκια της ΕΚΤ θα μειωθούν μόνο κατά 1% και θα σταθεροποιηθούν μακριά από τη ζώνη του μηδενός.
Αυτό σημαίνει αφενός ότι το χρήμα θα συνεχίσει να είναι ακριβό για μεγάλο χρονικό διάστημα και αφετέρου ότι στη Φρανκφούρτη εκτιμούν ότι η οικονομία θα αντέξει στις πληθωριστικές πιέσεις παρά το γεγονός ότι τεχνικά η Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη σε ύφεση. Πριν από λίγες ημέρες, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δεν απέκλεισε μία νέα αύξηση τον Σεπτέμβριο αλλά την ίδια ώρα είπε ότι θα ήταν έκπληξη να σημειωθεί και άλλη αύξηση στη συνέχεια.
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είναι αυτές που καίγονται περισσότερο γιατί μετά από πολλά χρόνια κρίσεων βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης και ήλπιζαν ότι με τη συνεισφορά των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να πετύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η διατήρηση των επιτοκίων πέριξ του 4% για τον επόμενο χρόνο λειτουργεί ως εμπόδιο στην ανάπτυξη σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία για την Ελλάδα, της οποίας η οικονομία «τρέχει» με διπλάσιο ρυθμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.