Οι εικασίες για πιθανή εξαγορά της ελβετικής ιδιωτικής τράπεζας EFG International από την ανταγωνίστρια Julius Baer ήταν πολύ ενθουσιώδεις τις τελευταίες εβδομάδες, μάλλον καθ' υπερβολήν. Τώρα, φαίνεται πως υπάρχει ομοφωνία ότι οποιαδήποτε συμφωνία είναι «νεκρή», εκτιμούν ειδικοί του χρηματοοικονομικού κλάδου που παρευρέθηκαν στην Private Banking Day στη Γενεύη χθες Τρίτη. Ο Κύριος λόγος; Η τιμή, εξηγεί το ελβετικό δίκτυο οικονομικών ειδήσεων finews.
Η EFG, η οποία ελέγχεται από την ελληνική ναυτιλιακή οικογένεια Λάτση, βρίσκεται σε πολύ ισχυρή θέση. Η τιμή της μετοχής της έχει αυξηθεί κατά 70% μόνο τα τελευταία δύο χρόνια και δεν φαίνεται πως θα θυσιαστεί εύκολα. Επιπλέον, η Julius Baer αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις, όπως οι συνέπειες από τη χρεοκοπία της αυστριακής επενδυτικής René Benko.
«Τα κρατημένα μυστικά»
Αλλά, παρόλο που η συμφωνία έχει καταρρεύσει, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλη στον ορίζοντα. Στη Γενεύη πολλοί υπαινίχθηκαν την παρουσία ενός άλλου μνηστήρα - της J. Safra Sarasin. Όταν ρωτήθηκαν, και τα δύο ιδρύματα επέλεξαν να παραμείνουν σιωπηλά. Το βραζιλιανο-ελβετικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι μόνο μια από τις πιο επιτυχημένες τράπεζες στη χώρα - αλλά και από τις πιο μυστικοπαθείς.
Είναι γνωστό ότι η βραζιλιάνικη ιδιοκτήτρια οικογένεια διατηρεί μεγάλο μέρος των ετήσιων κερδών της τράπεζας για να δημιουργήσει ένα «πολεμικό σεντούκι». Ο Juerg Haller, πρόεδρος της J. Safra Sarasin, υποστηρίζει τακτικά ότι το ίδρυμα θεωρεί τον εαυτό του ως παράγοντα εξυγίανσης στον κλάδο, κάτι που ανέφερε σε συνέντευξή του στο finews.ch τον Απρίλιο.
Μετρητά, όχι μετοχές
Πρόσφατα, η J. Safra Sarasin έγινε πρωτοσέλιδο στρατολογώντας πρώην τραπεζίτες της Credit Suisse για να επεκταθεί στην επενδυτική τραπεζική και να παράσχει πρόσθετες υπηρεσίες σε οικογένειες βαθύπλουτων. Κάτι πιο διδακτικό, ωστόσο, μπορεί να είναι η εξαγορά της ίδιας της τράπεζας Sarasin της Βασιλείας πριν από δώδεκα χρόνια, που αποτελεί παράδειγμα του τρόπου λειτουργίας του βραζιλιάνικου ιδρύματος.
Υπήρξε ένας πόλεμος προσφορών για τη Sarasin, στον οποίο είχε εμπλακεί η Julius Baer, η αυστριακή Raiffeisen και η εταιρεία private equity Apax Partners. Παραδόξως, η J. Safra κέρδισε επειδή συμφώνησαν να πληρώσουν για την εξαγορά σε μετρητά, όχι σε μετοχές, γεγονός που απέδειξε τόσο την αποφασιστικότητα και την οικονομική τους ισχύ.
«Ο νέος παίχτης βαρέων βαρών»
Η προσέγγισή τους δεν έχει αλλάξει στο μεταξύ κι αυτό συνάδει με τα συμφέροντα της οικογένειας Λάτση. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι και οι δύο τραπεζίτες-οικογενειάρχες, ο Σπύρος Λάτσης και ο Γιάκομπ Σάφρα -ο τελευταίος είναι η κινητήρια δύναμη από βραζιλιάνικης πλευράς- γνωρίζονται καλά.
Ο συνδυασμός J. Safra Sarasin (204 δισ. ελβετικά φράγκα σε περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση) και EFG International (157,5 δισ. φράγκα) θα συνεπαγόταν περίπου 360 δισεκατομμύρια φράγκα σε περιουσιακά στοιχεία πελατών υπό διαχείριση. Αυτό το σενάριο τους τοποθετεί μπροστά από τη Lombard Odier της Γενεύης (σχεδόν 300 δισ. φράγκα) αλλά αρκετά πίσω από την Pictet (633 δισ. φράγκα). Ωστόσο, θα δημιουργούσε έναν νέο σημαντικό Ελβετό παίκτη με ισχυρή παρουσία σε Ζυρίχη και Λουγκάνο (μέσω της BSI), όπου η EFG International κατέχει ιδιαίτερη θέση, καθώς και σε Βασιλεία και τη Γενεύη, όπου ιστορικά κυριαρχεί η J. Safra Sarasin.
Οι Βραζιλιάνοι
Σε διεθνές επίπεδο, μια συγχώνευση θα είχε μεγάλο αντίκτυπο ιδιαίτερα στην Ασία, όπου και τα δύο ιδρύματα διαθέτουν ισχυρά franchise. Η J. Safra Sarasin απασχολεί περίπου 2.500 άτομα σε περισσότερες από 30 τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο και μερικά απ' αυτά αλληλοεπικαλύπτονται με τις 40 τοποθεσίες και τους 3.000 υπαλλήλους της EFG International. Ένα ζήτημα θα ήταν η ενσωμάτωση των ανεξάρτητων συμβούλων πελατών της EFG International, δεδομένου ότι η Sarasin κρατά «πιο σφιχτά» το προσωπικό της.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι Βραζιλιάνοι στη Sarasin θα συναντούσαν συμπατριώτες τους από την BTG Pactual στην EFG International. Η BTG Pactual είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος όμιλος μετόχων πίσω από την οικογένεια Λάτση (45%), κατέχοντας σχεδόν το 20% της EFG International. Και, τουλάχιστον αρχικά, αυτού του είδους η πολιτιστική συγγένεια θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη και πλεονέκτημα.