Ορθάνοιχτη αναμένεται να αφήσει η Κριστίν Λαγκάρντ την πόρτα για νέες αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον, ταν κατά τη σημερινή συνέντευξη τύπου που ακολουθεί τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ θα κληθεί να απαντήσει στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
Ενός διοικητικού συμβουλίου που για μία ακόμη φορά είναι χωρισμένο σε τρεις ομάδες. Τα γεράκια που τάσσονται υπέρ της στρατηγικής «υψηλότερα επιτόκια για περισσότερο», τα περιστέρια που απαντούν ζητώντας «πιο επιφυλακτική προσέγγιση για να μην πληγεί η ανάπτυξη» και οι… αναποφάσιστοι, που επιλέγουν στρατόπεδο τελευταία στιγμή και ανάλογα με τις συνθήκες, τις περιστάσεις και τις ζυμώσεις.
Ηγετικό ρόλο στα γεράκια έχει ο Ολλανδός Κλας Νοτ και ακολουθούν ο Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλζμαν και φυσικά ο Γερμανός Γιόακιμ Νάγκελ, ενώ στα περιστέρια ξεχωρίζουν ο Ιταλός Φάμπιο Πανέτα, ο δικός μας Γιάννης Στουρνάρας και ο επίσης Ιταλός Ινιάτσιο Βίσκο. Η Κριστίν Λαγκάρντ και ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, βρίσκονται στη μέση, μαζί με τους κεντρικούς τραπεζίτες της Μάλτας, του Λουξεμβούργου και της Κροατίας.
Το debate για τα επιτόκια είναι συνεχές και το τοπίο παραμένει θολό. Στα τέλη Ιουνίου, η Λαγκάρντ δήλωσε από την πόλη Σίντρα της Πορτογαλίας, ότι ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός και θα μείνει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, προετοιμάζοντας κατά κάποιο τρόπο το έδαφος για νέες αυξήσεις στο μέλλον.
Από τότε, η στάση ορισμένων γερακιών έχει αλλάξει αλλά όχι τόσο πολύ που θα δικαιολογεί από τώρα το τέλος των αυξήσεων. Γι’ αυτό θα αφήσει την πόρτα ανοιχτή όχι για νέα αύξηση αλλά για πιθανές «αυξήσεις», αν βέβαια οι συνθήκες το απαιτήσουν.
Αν έπρεπε να γίνει μία πρόβλεψη, αυτή θα έλεγε ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν σήμερα στο 3,75% για να κορυφωθούν στο 4% τον Σεπτέμβριο. Λιγότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το σενάριο που θέλει περαιτέρω αύξηση στο 4,25% τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, ενώ σχεδόν απίθανο είναι να κλείσει ο κύκλος σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, τα επιτόκια θα παραμείνουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, στο υψηλότερο επίπεδο έως το καλοκαίρι του 2024.
Όσοι περιμένουν ότι η Λαγκάρντ θα κηρύξει το τέλος των αυξήσεων σήμερα ή τον Σεπτέμβριο, θα απογοητευτούν. Η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατο στο εγγύς μέλλον η κεντρική τράπεζα να μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα ότι τα επιτόκια έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους. Επομένως χρειάζεται υπομονή. Ακούγεται κάπως περίεργο αλλά θα μάθουμε ότι οι αυξήσεις επιτοκίων τελείωσαν μόνο όταν αρχίσουμε να μιλάμε για μειώσεις.
Η ΕΚΤ έχει αποφασίσει να «σκοτώσει» τη ζήτηση μέσω των τραπεζών. Όσο δυσκολεύονται οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να πάρουν δάνεια, είτε λόγω των υψηλών επιτοκίων είτε λόγω της επιφυλακτικότητας των τραπεζών, η ζήτηση και η οικονομική δραστηριότητα εξασθενούν και μαζί τους ο πληθωρισμός.
Όπως σημειώνει ο Ιταλός οικονομολόγος Λορέντζο Κοντόνιο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ανέφεραν σε πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ ότι τα πιστωτικά κριτήρια για δάνεια ή πιστωτικές γραμμές προς επιχειρήσεις έγιναν ακόμη πιο αυστηρά στο β’ τρίμηνο. Το εν λόγω στοιχείο έχει την αξία του, διότι η απόφαση για αύξηση των επιτοκίων τον Μάιο κατά 0,25% και όχι κατά 0,50% βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα στοιχεία για τα πιστωτικά κριτήρια των τραπεζών στο α’ τρίμηνο.
Τότε όμως επικρατούσαν οι ανησυχίες για τις αμερικανικές τράπεζες και γενικότερα το κλίμα είχε επιδεινωθεί. Με την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ να έχει τελειώσει, το ενδιαφέρον στρέφεται στην ταχύτητα μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, στο πόσο γρήγορα οι αυξήσεις επιτοκίων θα επηρεάσουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Κάτι που γίνεται αντιληπτό μέσω των στοιχείων για τα πιστωτικά κριτήρια και τα δάνεια που χορηγούνται.
Αν συνυπολογιστεί και ο κίνδυνος ύφεσης, όσο θα περιορίζεται η δραστηριότητα, η εξίσωση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη για την ΕΚΤ και είναι πολύ πιθανό τα περιστέρια να πάρουν το πάνω χέρι σύντομα. Η οικονομία της Ευρωζώνης απέφυγε σε τεχνικό επίπεδο την ύφεση μέχρι στιγμής, μετά την αναθεώρηση των στοιχείων, αλλά το ΑΕΠ αναμένεται να συρρικνωθεί στα επόμενα τρίμηνα. Τα στοιχεία για τη ροή του χρήματος και τις χορηγήσεις δανείων περιγράφουν μία σχεδόν ζοφερή εικόνα για τις οικονομικές προοπτικές και προμηνύουν ύφεση καθ’ όλη τη διάρκεια του β’ εξαμήνου 2023.