Τα τελευταία χρόνια οι επιχειρηματικές συμφωνίες και οι εξαγορές στην παγκόσμια αγορά υποχωρούν σταθερά. Το χρήμα είναι ακριβό, η ύφεση ορατή, το γεωπολιτικό ρίσκο μεγάλο, οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα συνεχείς.
Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση. Το 2022 κάναμε ρεκόρ με συναλλαγές 12 δισ. ευρώ, το 2023 έπεσαν στα 8,3 δισ. αλλά σε αριθμό ήταν περισσότερες παρά ποτέ, φτάνοντας τις 116, και φέτος, μόνο από τις αποκρατικοποιήσεις αναμένουμε κοντά στα 6 δισ ευρώ.
Έσοδα δηλαδή ρεκόρ που δεν έχει πετύχει ελληνική κυβέρνηση ούτε επί εποχής τρόικας, όταν ο Πολ Τόμσεν μας πίεζε να πουλήσουμε οτιδήποτε θα έφερνε έσοδα, ώστε να σιγουρευτούν οι δανειστές ότι θα αποπληρώσουμε τα δάνεια.
Η φετινή χρονιά θα μείνει στην ιστορία ως αυτή με τις μεγαλύτερες εισπράξεις και το ρεκόρ θα κρατήσει για χρόνια. Έχουμε μπροστά μας τα 3,3 δισ. ευρώ της Αττικής οδού, τα 1,4 δισ. ευρώ της Εγνατίας, 790 εκατ. ευρώ από το Ελευθέριος Βενιζέλος, καθώς επίσης 113 εκατ. από τα λιμάνια Καβάλας και Ηρακλείου.
Και φυσικά είναι η Πειραιώς. Δεν είναι μόνο ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον που εκφράστηκε ήταν 8 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με την προσφορά. Είναι και οι τιμές που προσφέρθηκαν για το 27%. Είναι ότι η τιμή διάθεσης των μετοχών στα 4 ευρώ διαμορφώθηκε στο ανώτατο εύρος που είχε ορισθεί, όπως παρατήρησε ο υπ. Εθνικής οικονομίας Κ. Χατζηδάκης, σε επίπεδα υψηλότερα έναντι της τιμής Χρηματιστηρίου την περασμένη Παρασκευή, πριν από την έναρξη της διαδικασίας.
Είναι η μόνη αποεπένδυση σε ευρωπαϊκό επίπεδο έναντι άλλων αντίστοιχων placements που πέτυχε να προσελκύσει premium. Όλες οι άλλες διατέθηκαν με discount. Και η εξήγηση γι' αυτό, όπως και για τη μεγάλη ζήτηση και την υπερκάλυψη της συγκεκριμένης προσφοράς είναι ότι οι επενδυτές βλέπουν μεγάλο περιθώριο ανόδου στην κερδοφορία των τραπεζών, βελτίωση στα χαρτοφυλάκια υγειών δανείων και συνολικά restart της οικονομίας το οποίο σημειωτέον δεν στηρίζεται ακόμα στην πιστωτική επέκταση.
Βλέπουν δηλαδή μια οικονομία που φωνάζει για επενδυτικές ευκαιρίες, που έχει καταφέρει τη μεγαλύτερη μείωση δημοσίου χρέους παγκοσμίως, με τη χαμηλότερη ανεργία των τελευταίων 15 ετών, με ρεκόρ εξαγωγών πέρυσι στο 49% του ΑΕΠ (μαζί με τα έσοδα από τον τουρισμό) και γενικά τις θυσίες και τους κόπους της τελευταίας δεκαετίας, να πιάνουν τόπο, έστω με μεγάλη καθυστέρηση. Κυρίως όμως βλέπουν μια οικονομία δεμένη σε ισχυρό νόμισμα, με πάρα πολλά ακόμη υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία.
Το ίδιο δεν βλέπουν για παράδειγμα και με τη ΔΕΗ, που κινείται στα 11,9 ευρώ; Μια αγορά που δεν την αποτιμά την πραγματική αξία της «νέας» πράσινης ΔΕΗ. Μια αγορά που εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται και να αποτιμά μια «παλιά» ΔΕΗ που παράγει ρεύμα από λιγνίτη, χωρίς ακόμη να «βλέπει» την πολύ πιο κερδοφόρα ΔΕΗ του όχι πολύ μακρινού μέλλοντος. Οι συνεχείς νέες τιμές - στόχοι 17,5 ευρώ χθες από Eurobank Equities και 22,60 ευρώ προ μηνός από την AXIA, έναντι 11,9 ευρώ στο ταμπλό, σε αυτή τη φιλοσοφία κινούνται.
Οι χαμηλές αποτιμήσεις είναι ένας από τους λόγους για το εκτιμώμενο φετινό ρεκόρ στις αποκρατικοποιήσεις με 5,7 δισ. ευρώ. Όπου, φέτος είναι πιθανό να συμβούν όλα όσα δεν έγιναν σε όλη τη μνημονιακή περίοδο.
Δεν είναι ο μόνος. Ένα άλλο ποιοτικό στοιχείο είναι ότι οι εξαγορές γίνονται πλέον με πολλαπλασιαστές EBITDA που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τους πολλαπλασιαστές αντίστοιχων deals στο εξωτερικό. Κυρίως όμως είναι ότι στην ελληνική αγορά μπαίνουν πλέον όλο και περισσότερα Private Equity Funds. Εξ αυτών προήλθε πέρυσι ένα 25% των συναλλαγών, ποσοστό ωστόσο που υπολείπεται ακόμη από το μέσο όρο της παγκόσμιας αγοράς, το οποίο κινείται στο 44%. Το επισήμανε χθες ο Θανάσης Πανόπουλος, Partner και επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας.
Είναι ένα δείγμα της αναβάθμισης του προφίλ των επενδυτών που τοποθετούνται στην Ελλάδα, οι οποίοι είναι πλέον και στρατηγικοί, όπως η τράπεζα Unicredito στην Alpha, μεγάλα συνταξιοδοτικά funds όπως το καναδικό PSP στο Ελ. Βενιζέλος και το αυστραλιανό Macquarie στον ΔΕΔΔΗΕ.
Κι όμως, μπορούμε ακόμη καλύτερα. Η ανταπόκριση των επενδυτών, παρ’ ότι ενθαρρυντική, δεν έχει ακόμη την ένταση που θα άρμοζε σε μια οικονομία που πηγαίνει τόσο καλά. Το επενδυτικό κενό παραμένει μεγάλο. Ακαθάριστες επενδύσεις 22% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, μόνο 13,7% του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Έπειτα, υπάρχει κινητικότητα, γίνονται deals, αλλά και πάλι δεν αρκούν. Απουσιάζουν επενδύσεις στην παραγωγή. Δεν συγκλίνει κανείς έτσι με την Ευρωζώνη.
Είμαστε μια χώρα που απέκτησε ξανά «investment grade» αλλά απέχει πέντε βαθμίδες από το «Α+» που είχε το 2008, με σταδιακή αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τράπεζες αλλά και με εκτεταμένη παραοικονομία που ξεπερνάει τα 40 δισ. ευρώ και πολύ υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Μια οικονομία όπου λόγω των παραπάνω δεν είναι σίγουρο πόσα από τα επιδόματα που δίνει και τις φοροαπαλλαγές καταλήγουν στους πραγματικά ευάλωτους. Με δημοσιονομική πειθαρχία, πολιτικές στήριξης της επιχειρηματικότητας, αλλά με καθυστερήσεις στην απονομή Δικαιοσύνης, στο Κτηματολόγιο όπου 29 χρόνια μετά την έναρξή του, το 1995, ακόμη συζητάμε για τους τίτλους ιδιοκτησίας και χαμηλή συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Με καθυστερήσεις γενικώς στην αποτελεσματικότητα του Κράτους, όπως δεν κουράζεται να λέει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, καλώντας την κυβέρνηση να ρίξει εκεί όλες τις δυνάμεις της.
Το ποιο από τα δύο πρόσωπα της Ελλάδας τελικά θα επικρατήσει, θα εξαρτηθεί από την πρακτική της κυβέρνησης και τη δέσμευση της στις μεταρρυθμίσεις. Από την υλοποίηση των προτάσεων της περίφημης έκθεσης Πισσαρίδη του Νοεμβρίου του 2020. Κάποιες έχουν υιοθετηθεί, άλλες ακόμη όχι.
Η θετική ανάγνωση της οικονομίας είναι αδιαμφισβήτητη, ωστόσο το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την αρνητική.