Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της τραπεζικής αναταραχής του Μαρτίου που μας πέρασε ήταν η μεγάλη ταχύτητα με την οποία αυτή εξαπλώθηκε και στην ουσία σήμανε το ακαριαίο τέλος της Silicon Valley Bank και της Signature Bank και υποχρέωσε τη Credit Suisse να αποδεχθεί τη «δωρεάν» πώλησή της στην UBS.
Ανεξάρτητα από τα μεγάλα λάθη των διοικήσεων και των αξιωματούχων αυτών των τραπεζών, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σημασία της ταχύτατης διάδοσης ειδήσεων και πληροφοριών (πραγματικών ή ψεύτικων) στην εξέλιξη τέτοιων καταστάσεων. Παρά το γεγονός πως οι φήμες επηρεάζουν τις αγορές και δημιουργούν πανικούς εδώ και χιλιάδες χρόνια, η κυριαρχία του διαδικτύου έχει επιταχύνει τρομερά τα πράγματα σε βαθμό που ακόμα και πολύ ισχυροί επενδυτές και οι εποπτικές αρχές έχουν πλέον πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή τους για να αντιδράσουν αλλά και για να εκτιμήσουν (κυρίως οι επενδυτές) πόσο αληθινά είναι όλα αυτά που λέγονται, γράφονται ή υπονοούνται. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα λόγω του τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων έχουν διευκολύνει τρομερά και όσους θέλουν να διασπείρουν φήμες και αναληθείς πληροφορίες, για σκοπούς που μερικές φορές είναι πολύ κακοί.
Τα fake news στον κόσμο των αγορών είναι μερικές πολύ πιο επικίνδυνα από τα fake news σε άλλους τομείς της ζωής μας, με συνέπειες που μπορεί να είναι καταστροφικές και μη αναστρέψιμες. Αυτό άλλωστε επισήμανε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ), αναφέροντας πως οι τράπεζες είναι ευάλωτες απέναντι σε εκστρατείες παραπληροφόρησης.
Δεν μας εκπλήσσει καθόλου λοιπόν το γεγονός πως κάποιοι επενδυτές με σημαντική οικονομική επιφάνεια έχουν αποφασίσει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, όσο γίνεται βέβαια. Όσο ισχυρές διασυνδέσεις και υψηλές γνωριμίες να διαθέτει κανείς, δεν μπορεί πλέον να είναι σίγουρος πως με ένα τηλεφώνημα θα μάθει τι πραγματικά συμβαίνει. Μία συνοπτική εικόνα των προσπαθειών κάποιων επενδυτών σε αυτή την κατεύθυνση, πήραμε διαβάζοντας ένα άρθρο του Bloomberg από τη Δευτέρα που μας πέρασε.
Σύμφωνα με αυτό, από το 2018 μέχρι το 2022 ιδιώτες επενδυτές και εταιρείες venture capital έχουν χρηματοδοτήσει (σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών Pitchbook) με πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια αρκετές μικρές ή νεοφυείς επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών, την ανάλυση δεδομένων, την ανίχνευση της παραπληροφόρησης, τον εντοπισμό ψευδών ειδήσεων και της πηγής τους. Αυτές οι εταιρείες προσπαθούν να ανακαλύψουν πότε υπάρχει προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης μέσω του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων από κακοποιά στοιχεία, επιχειρηματικά συμφέροντα ή ακόμα και κρατικές ή παρακρατικές υπηρεσίες. Οι επενδυτές αυτοί, πέρα από το όφελος που θα έχουν αν πάνε καλά αυτές οι επιχειρήσεις, γίνονται και πελάτες τους, όπως και πολλοί άλλοι επενδυτές, οργανισμοί και κυβερνήσεις.
Οι εταιρείες αυτές δεν είναι όλες ίδιες μεταξύ τους, έχουν όμως κάτι κοινό. Χρησιμοποιούν την πιο σύγχρονη τεχνολογία για να μπορέσουν να κάνουν το φιλτράρισμα των πληροφοριών που κυκλοφορούν γύρω από ένα θέμα. Συνήθως διαθέτουν λογισμικό που βασίζεται πάνω σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Το λογισμικό αυτό σαρώνει το διαδίκτυο αναζητώντας οτιδήποτε σχετικό με το θέμα που ενδιαφέρει τον πελάτη ή τους ερευνητές της. Όταν εντοπίσουν κάτι ύποπτο, δηλαδή ψευδείς πληροφορίες που διακινούνται με οργανωμένο τρόπο, ενημερώνουν τον πελάτη. Στην περίπτωση που εντοπίζουν κάτι που δεν έχει σχέση με υπάρχοντες πελάτες, έρχονται σε επαφή με τα «θύματα» της παραπληροφόρησης και τα ενημερώνουν σχετικά. Τα έσοδα αυτών των επιχειρήσεων εικάζεται πως έρχονται κυρίως με τη μορφή κάποιου τύπου συνδρομής, χωρίς όμως να είναι γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες.
Μία από αυτές τις εταιρείες είναι η Alethea Group Inc., η οποία στην ιστοσελίδα της αναφέρει πως αγωνίζεται εναντίον της παραπληροφόρησης και της χειραγώγησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης και προστατεύει τις επιχειρήσεις, τη φήμη τους, τα κέρδη τους, τις τιμές των μετοχών τους, ακόμα και τη δημοκρατία. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 2018 και έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι διευθύνεται μόνο από γυναίκες. Η Alethea ετοιμάζει δωρεάν εκθέσεις σχετικά με απειλές που εντοπίζει και τις διανέμει σε δημοσιογράφους και εταιρικούς «στόχους» εκστρατειών παραπληροφόρησης, κερδίζοντας έτσι πελάτες που θα πληρώνουν. Υποστηρίζει πως πρόσφατα εντόπισε δίκτυο ιντερνετικών λογαριασμών συνδεόμενων με την Κίνα οι οποίοι διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις σχετικά με αμερικανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών.
Μία άλλη αμερικανική εταιρεία, η Graphika, ξεκίνησε το 2013 και έχει αρκετούς μεγάλους πελάτες όπως η Meta Platforms και η Google, ενώ έχει συνεργαστεί και με επιτροπές της Γερουσίας των ΗΠΑ. Υποστηρίζει πως στο παρελθόν έχει εντοπίσει λογαριασμούς που σχετίζονται με ρωσικές κρατικές υπηρεσίες που συμμετείχαν σε εκστρατείες διασποράς ψευδών ειδήσεων μέσα στις ΗΠΑ αλλά και εκστρατεία που είχε οργανώσει αιγυπτιακή εταιρεία με στόχους στην Αιθιοπία, την Τουρκία και το Σουδάν. Ενδιαφέρον έχει και η εξαγορά στην οποία προχώρησε το 2022 η Microsoft, η οποία αγόρασε τη Miburo, επιχείρηση που ιδρύσει ένας ερευνητής ειδικός στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση διάδοσης εξτρεμιστικού περιεχομένου. Αντίστοιχες κινήσεις φαίνεται πως έχουν κάνει η Amazon και η Spotify.
Δύο είναι τα βασικά προβλήματα αυτών των επιχειρήσεων. Το πρώτο έχει σχέση με τη δυσκολία εξεύρεσης πελατών που να έχουν διάθεση να πληρώσουν για τις υπηρεσίες. Οι δυνητικοί πελάτες, κυρίως επιχειρήσεις, είτε δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα πόσο απαραίτητη είναι η προετοιμασία απέναντι στη σκόπιμη παραπληροφόρηση και δεν έχουν δημιουργήσει σχετικά τμήματα μέσα σε αυτές είτε δυσπιστούν ακόμα απέναντι στις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις όπως η Alethea και η Graphika. Το δεύτερο (που δεν είναι εντελώς άσχετο από το πρώτο) είναι πως άλλο πράγμα είναι να εντοπίσεις μία ύποπτη δραστηριότητα και άλλο να πεις με σιγουριά πως πρόκειται για σκόπιμη και οργανωμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης. Πολλές φορές αποδεικνύεται πως κάτι ύποπτο είναι και εντελώς άκακο. Αυτός ο φόβος κάνει τις επιχειρήσεις πολύ προσεκτικές και τους πιθανούς πελάτες πιο διστακτικούς.
Πέρα όμως από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτές οι εταιρείες, είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πως κινήθηκαν κατά τη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης που εκδηλώθηκε με έντονο τρόπο στις ΗΠΑ στα μέσα του Μαρτίου, σύμφωνα πάντα με το άρθρο και την έρευνα του Bloomberg. Ένας ερευνητής της Alethea υποστηρίζει πως εντόπισε λογαριασμούς που σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές προωθούν ρωσική προπαγάνδα να προσπαθούν να εντείνουν τον πανικό σχετικά με την τράπεζα Silicon Valley Bank, ενώ λογαριασμοί συνδεόμενοι με Κινέζο επιχειρηματία που κατηγορείται στις ΗΠΑ για απάτη προσπαθούσαν να αποδώσουν τα προβλήματα της Silicon Valley Bank σε «οικονομικό πόλεμο» από τη μεριά του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Ένας αντίστοιχος ερευνητής της Graphika αναφέρει πως εντόπισε υποστηρικτές των κρυπτονομισμάτων που προσπαθούσαν να εντείνουν τον πανικό σχετικά με την Silicon Valley Bank αλλά και άλλες δύο τράπεζες, την Signature Bank και τη First Republic. Ένας άλλος συνάδελφός του στην Graphika θεωρεί πως έχει εντοπίσει λογαριασμούς συνδεδεμένους με ρωσικές υπηρεσίες οι οποίοι προσπαθούν τους τελευταίους 24 μήνες να δημιουργήσουν αναταραχή στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ με αφορμή την άνοδο του κόστους διαβίωσης και του πληθωρισμού.
Όπως είπαμε και πριν βέβαια, οι ερευνητές υπενθυμίζουν πως δεν είναι δική τους δουλειά να κρίνουν αν οι ενδείξεις και οι υποψίες κρύβουν κάτι πραγματικά κακό. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η δουλειά που κάνουν δεν είναι χρήσιμη στους πελάτες τους, κάποιοι εκ των οποίων τη βλέπουν σαν ένα είδος ασφάλισης απέναντι σε νέους κινδύνους που απειλούν τις επιχειρήσεις τους, τα χαρτοφυλάκιά τους ή ακόμα και την εθνική τους ασφάλεια.
Βέβαια, δεν ξέρουμε αν αυτές οι εταιρείες είναι κερδοφόρες ή πότε θα γίνουν κερδοφόρες αφού τα οικονομικά τους στοιχεία δεν είναι ευρέως γνωστά. Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε αν οι εταιρείες venture capital και οι ιδιώτες επενδυτές που τις έχουν χρηματοδοτήσει θα κερδίσουν από αυτή την επένδυσή τους. Ακόμα και να μην κερδίσουν όμως άμεσα, είμαστε σίγουροι πως θα κερδίζουν έμμεσα, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες της Alethea και των άλλων εταιρειών για να εντοπίζουν γρήγορα τα προβλήματα παραπληροφόρησης που έχουν σχέση με τα χαρτοφυλάκιά τους και να προστατεύονται από πιθανές ζημιές.