Οι τράπεζες είναι ίσως το πιο συντηρητικό κομμάτι του αμερικανικού χρηματοοικονομικού και επενδυτικού οικοσυστήματος. Ωστόσο, η προεδρία Τραμπ, φαίνεται να παρασύρει και τους τραπεζίτες σε ένα παιχνίδι ευεξίας, παρόμοιο με αυτό της περιόδου που κράτησε μέχρι το 2007 και είχε οδηγήσει στο ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματιστηριακής χρήσης.
Η διεθνής οικονομική κρίση 2007-2008, είχε ξεκινήσει από την αγορά των τραπεζικών στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης (subprime loans) των ΗΠΑ. Το καλοκαίρι του 2007 μετατράπηκε με ιδιαίτερη ταχύτητα σε κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στον υπερθετικό βαθμό στην πραγματική οικονομία.
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ακόμα μέχρι σήμερα, ότι η αιτία της κρίσης ήταν οι παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Ωστόσο, η εστία του προβλήματος, βρισκόταν στην καρδιά του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος. Η αλήθεια είναι ότι το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα ήταν τότε βυθισμένο στην υπερβολική και χωρίς κανόνες πιστωτική επέκταση, καθώς και στην ισχυρή μόχλευση.
Είναι επίσης αλήθεια ότι το φαινόμενο της ασύμμετρης πληροφόρησης και τα προβλήματα στις σχέσεις επενδυτών και brokers είχαν σαν αποτέλεσμα να αναλαμβάνονται υπερβολικοί κίνδυνοι από τα στελέχη των τραπεζών και συνεπακόλουθα και από τους πελάτες τους στο όνομα των κινήτρων επιτυχίας που προσέφεραν οι τράπεζες στους brokers. Έτσι, τα δομημένα ομόλογα τύπου CDOs - Collateralized Debt Obligations, ή CDSs - Credit Default Swaps και άλλα «εξωτικά» προϊόντα, ούτε τιμολογούταν σωστά, ούτε αντισταθμιζόταν επαρκώς και κατέληγαν με ευκολία σε θεσμικά και ιδιωτικά χαρτοφυλάκια, τα οποία από την πλευρά τους αδυνατούσαν να προσδιορίσουν το ρίσκο που αναλάμβαναν.
Μια ακόμα βασική αιτία που είχε οδηγήσει στην πρωτοφανή για τα δεδομένα εκείνης της εποχής κρίση, ήταν η ύπαρξη σημαντικών ρυθμιστικών κενών και η ελλιπής εποπτεία. Από το 1999 και μετά, στις ΗΠΑ υπήρξε μια αποστροφή στην εφαρμογή ρυθμιστικών μέτρων κυρίως από την πλευρά της Fed και της SEC, που αφορούσαν την επικινδυνότητα της ανεξέλεγκτης πιστωτικής επέκτασης και της υπερβολικής μόχλευσης. Την ίδια περίοδο, δημιουργούνταν νέα και καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα και εργαλεία τα οποία δεν συνοδεύονταν από τους κατάλληλους κανόνες λογιστικής απεικόνισης και το αντίστοιχο ρυθμιστικό, εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Κι έτσι είχαμε οδηγηθεί στη δημιουργία της φούσκας και το «σκάσιμο» της, το 2007 - 2008. Ως «φούσκα» ορίζουμε μια κατάσταση, όπου η τιμή ενός πραγματικού ή χρηματοοικονομικού κεφαλαιακού αγαθού δεν εξηγείται από ορθολογικές οικονομικές δυνάμεις και εκτιμήσεις. Και παρ’ όλο που ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το «σκάσιμο της φούσκας», είναι νομοτελειακό ότι όλες οι φούσκες στο τέλος σκάνε.
Σας θυμίζουν όλα αυτά κάτι που συμβαίνει τώρα; Σας θυμίζουν διάφορα assets τα οποία διαπραγματεύονται σήμερα σε τιμές που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα; Σας θυμίζουν την ένταξη των κρυπτονομισμάτων στα «μεγάλα επενδυτικά σαλόνια», είτε με την ανοχή είτε με τη θετική αποδοχή των τραπεζών, οι οποίες μέχρι από κάποιους μήνες αρνούνταν να αναλάβουν το σχετικό ρίσκο; Όχι επειδή πίστεψαν σε αυτά. Όχι επειδή μπορούν να προσδιορίσουν τις τιμές, τις αποτιμήσεις και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτά. Αλλά διότι τα «ζητούσαν» οι πελάτες τους.
Σας θυμίζουν μήπως οι συνθήκες των αγορών της περιόδου 2007 - 2008, τις εξαγγελίες του Λευκού Οίκου για απορρύθμιση των αγορών; Διότι εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος.
Και ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν νοιώσει στους ισολογισμούς τους την κρίση των ενυπόθηκων δανείων και είχαν ζήσει εκ του σύνεγγυς την κατάρρευση της Lehman Brothers, υποδέχονται με ιδιαίτερη χαρά τις εξαγγελίες του Λευκού Οίκου για την απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Έτσι βλέπουμε τον CEO της JPMorgan, Τζέιμι Ντίμον, τον οποίο ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει στις προεκλογικές του ομιλίες, ως ακραίο και αριστερό, να δηλώνει ότι «οι τράπεζες χορεύουν στους δρόμους» και ότι ο τομέας των εξαγορών και συγχωνεύσεων θα γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση, λόγω της χαλάρωσης του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου.
Ο CEO της Goldman Sachs Ντέιβιντ Σόλομον, αναφέρθηκε σε συνάντηση του με τραπεζικούς αναλυτές, στην επαναφορά ενός κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινότητα των CEO. Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι η υποχώρηση των ρυθμίσεων, άνοιξε την όρεξη για «deals».
Ο CEO της Wells Fargo, Τσαρλς Σκαρ, εκτιμά ότι η νέα αμερικανική ηγεσία θα βοηθήσει ιδιαίτερα την οικονομία και τους πελάτες των τραπεζών, με τη διαφορετική προσέγγισή της, όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο των αγορών.
Η αλήθεια είναι ότι σε ένα περιβάλλον διεθνούς οικονομικής αβεβαιότητας, διόγκωσης των κρατικών χρεών, ανθεκτικού πληθωρισμού και ανάληψης υψηλού ρίσκου, το λιγότερο που έχουν ανάγκη οι αγορές, είναι να μετατραπούν ακόμα περισσότερο σε ένα ροντέο υπεραξιών. Υπεραξιών που θα δικαιολογούνται ακόμα πιο δύσκολα.
Αφού δεν θα είναι η ανάπτυξη των εταιρειών που θα υποστηρίζει, έστω και οριακά τις τιμές των μετοχών, αλλά η απουσία αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου και η χαλάρωση των εποπτικών ελέγχων. Ή σε ένα ροντέο με σύνθετα χρηματιστηριακά εργαλεία και προϊόντα τα οποία αφ’ ενός δεν γίνονται κατανοητά από τους απλούς επενδυτές και αφ’ ετέρου σπάνια αντισταθμίζονται επαρκώς από άποψη ρίσκου και κινδύνου στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών και των χρηματιστηριακών εταιρειών.
Ήδη περισσότερο από το 51% των συναλλαγών σε αμερικανικές μετοχές, διεξάγεται εκτός των επίσημων χρηματιστηρίων της Wall Street, δηλαδή του NYSE και του Nasdaq. Τι σημαίνει αυτό; Ότι περισσότερες από τις μισές αγοροπωλησίες μετοχών, δεν γίνονται όπως νομίζουν οι επενδυτές, μέσα από το επίσημο χρηματιστηριακό ταμπλό και σε τιμές και όγκους που βλέπουμε στις κεντρικές οθόνες της Wall Street.
Αλλά σε τιμές και σε ποσότητες που καθορίζονται μέσα στις εναλλακτικές πλατφόρμες συναλλαγών και στα κλειστά συστήματα συναλλαγών. Κάτι σαν παράλληλα χρηματιστήρια τα οποία προσφέρουν επιπλέον μόχλευση, αδιαφάνεια και ανωνυμία στους συναλλασσόμενους. Ο επίσημος όρος είναι ATS (alternative trading systems), δηλαδή εναλλακτικά συστήματα συναλλαγών.
Το συνολικό έργο το έχουμε ξαναδεί. Όσοι υποστηρίζουν ότι «αυτή τη φορά όλα είναι διαφορετικά», θα πρέπει να θυμούνται ότι το ίδιο motto ακούγεται πάντα όταν γεμίζουν αέρα οι φούσκες. Ειδικά σήμερα που στο παιχνίδι της φούσκας συμμετέχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και οι ισχυροί τραπεζικοί οργανισμοί των ΗΠΑ.