Πώς κατάφεραν οι τράπεζες να «παγώσουν» τα επιτόκια
Shutterstock
Shutterstock

Πώς κατάφεραν οι τράπεζες να «παγώσουν» τα επιτόκια

H απόφαση των διοικήσεων των τραπεζών σχετικά με το πάγωμα ων επιτοκίων των ενήμερων στεγαστικών δανείων και συνεπακόλουθα τη σταθεροποίηση των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που αφορά 400 με 500 χιλιάδες δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, δεν ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών πιέσεων, ούτε αποτέλεσμα των αντιπολιτευτικών κραυγών κατά του τραπεζικού συστήματος. 

Με δυο λόγια, η απόφαση των διοικήσεων των τραπεζών, δεν ακολούθησε το προεκλογικό κλίμα των ημερών. Ήταν μια συνειδητή τραπεζική επιλογή. Η οποία αφ’ ενός θα διευκολύνει χιλιάδες ενήμερους δανειολήπτες που δυσκολεύονται σήμερα στην εξυπηρέτηση των δανείων τους και αφ’ ετέρου θα αμβλύνει τις ανησυχίες που διατυπώνονται σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και την πιθανότητα δημιουργίας ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων.

Το συνολικό ύψος των μη εξυπηρετούμενων κόκκινων δανείων που βρίσκονται σήμερα στους ισολογισμούς των τραπεζών υπερβαίνει μόλις τα 13 δισ. ευρώ, από 100 δισ. ευρώ που βρίσκονταν στις αρχές του 2015. Τότε που τα κόκκινα δάνεια αποτελούσαν το 39,9% του συνόλου των τραπεζικών χορηγήσεων.

Σήμερα το ποσοστό αυτό βρίσκεται κάτω από το 6,5% ακολουθώντας με συνέπεια όλους τους στόχους και το χρονοδιάγραμμα μείωσης τους, που έχουν τεθεί. Φυσικά, το ποσοστό αυτό παραμένει αρκετά υψηλά σε σχέση με το μέσο όρο των τραπεζών που εποπτεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όμως σημασία έχει περισσότερο η εκπλήρωση των στόχων που τίθενται.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται ακόμα και σήμερα πέριξ των 90 δισ. ευρώ. Με τους  servicers να έχουν ρυθμίσει ήδη κόκκινα δάνεια ύψους περίπου 35 δισ. ευρώ και να έχουν επιστρέψει στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών άλλα 10 δισ. ευρώ δάνεια που «πρασίνισαν» και άρχισαν να εξυπηρετούνται και πάλι.

Το συρρικνωμένο μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει επιτρέψει στις τράπεζες να μειώσουν τις προβλέψεις τους για το ενδεχόμενο πιστωτικού κινδύνου. Με αποτέλεσμα να απελευθερώνονται κεφάλαια που για χρόνια κατευθύνονταν στην ενίσχυση των προβλέψεων και να επιστρέφουν με άνεση πλέον οι τράπεζες στην κερδοφορία. 

Παράλληλα η επιστροφή στην κερδοφορία έχει ενισχυθεί επίσης σε σημαντικό βαθμό από την αύξηση των εσόδων από προμήθειες και χρηματοοικονομικές πράξεις, που για το σύνολο του εννιαμήνου 2022, ξεπέρασαν το 3,1 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μια ποσοστιαία αύξηση της τάξης του 36%.

Ταυτόχρονα η αύξηση του βασικού Δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 / Common Equity Tier 1) των συστημικών τραπεζών στο 14,5%, την ίδια στιγμή που οι αντίστοιχοι δείκτες των τραπεζών της ευρωζώνης μειώνονται, αποτελεί ένα ακόμα επιπλέον θετικό δείγμα γραφής.

H άνοδος των επιτοκίων θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τα έσοδα από τόκους για τις τράπεζες. Ωστόσο, οι μεταβολές στα επιτόκια καταθέσεων και η αύξηση του κόστους δανεισμού στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, οδηγούν σε παράλληλη αύξηση των δαπανών που καταβάλλονται για τόκους. Ειδικά μέσα από τις εκδόσεις ομολόγων στο πλαίσιο της κάλυψης της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).

Γι’ αυτόν το λόγο η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Χρέους και η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο για το κόστος της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, αλλά και για τις τράπεζες. Αφού μέσω της αναβάθμισης της οικονομίας, θα υπάρξει συγκράτηση του κόστους δανεισμού και των τραπεζών. Επομένως, όσοι χλευάζουν τη σημασία της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, δεν έχουν ιδέα για το θετικό αντίκτυπο της στο κόστος χρήματος που θα φτάσει μέχρι και στον τελευταίο πολίτη.

Συμπερασματικά, οι αποφάσεις των τραπεζών που αφ’ ενός «κλειδώνουν» τα επιτόκια 400 - 500 χιλιάδων στεγαστικών δανείων απορροφώντας μέρος των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ και των πιθανών επόμενων αυξήσεων τους και αφ’ ετέρου ελαφρύνουν τα δάνεια των ευάλωτων δανειοληπτών απορροφώντας το μισό από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, μπόρεσαν να ληφθούν ακριβώς επειδή το τραπεζικό σύστημα έχει σταθεί στα πόδια του και αναπτύσσεται ξανά με σταθερά βήματα. Οποιαδήποτε προσπάθεια, αμφισβήτησης και υπονόμευσης του έργου των τραπεζικών διοικήσεων, δεν θα έχει να προσφέρει θετικές υπηρεσίες, πέρα από αυτές της υπερδιέγερσης του λαϊκισμού.