Θα αυξηθούν τα τραπεζικά έσοδα από τις επενδυτικές υπηρεσίες;

Θα αυξηθούν τα τραπεζικά έσοδα από τις επενδυτικές υπηρεσίες;

Όλοι θυμόμαστε το κύμα κατακραυγής κατά των τραπεζών σχετικά με τις προμήθειες που χρεώνουν τους χρήστες των τραπεζικών υπηρεσιών. Οι πιέσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, μαζί τις πρωτοβουλίες που έλαβαν οι ίδιες οι τράπεζες οδήγησαν σε εκτόνωση το «αντιτραπεζικό μένος». Ένα μένος, που δεν είναι άσχετο με τον ευρύτερο ανορθολογικό αντισυστημισμό που αναπτύσσεται στη χώρα μας.

Επειδή όμως τα οικονομικά προβλήματα δεν αναλύονται, ούτε επιλύονται με το θυμικό, είναι καλύτερο να βλέπουμε τι λένε οι αριθμοί. Έτσι όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα της Morningstar DBRS, στη χώρα μας τα έσοδα από προμήθειες αναλογούσαν στο Α’ εξάμηνο του 2024 μόλις στο 16,7% των συνολικών εσόδων των τραπεζών. Με τον μέσο όρο να βρίσκεται στο 22,1%. Το υψηλότερο ποσοστό εσόδων από προμήθειες εμφανίζουν οι γερμανικές και ιταλικές τράπεζες με 32,5% και 29.6% αντιστοίχως. Το χαμηλότερο ποσοστό εμφανίζουν οι τράπεζες στην Ιρλανδία με 12,2%.

Όπως βλέπουμε, λοιπόν, τα έσοδα από προμήθειες των τραπεζών είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Και αυτό είναι κάτι που δεν έχει αναδειχθεί στο δημόσιο διάλογο. Εάν δε, αποπειραθούμε να μελετήσουμε ενδελεχώς το θέμα των προμηθειών, θα δούμε ότι το πρόβλημα επικεντρώνεται στα έσοδα από τις πιο ενδιαφέρουσες τραπεζικές υπηρεσίες, οι οποίες προσφέρουν προστιθέμενη αξία στους πελάτες των τραπεζών.

Όπως παρατηρούμε και στο ακόλουθο γράφημα της Morningstar DBRS, το 76,7% των τραπεζικών εσόδων προέρχονται από δανειοδοτήσεις και πληρωμές ή μεταφορές χρημάτων μεταξύ λογαριασμών. Και μόλις το 20,3% προέρχεται από έσοδα που έχουν να κάνουν με την παροχή συμβουλών, με τις επενδύσεις και με τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα. Πρώτες σε έσοδα αυτής της κατηγορίας στην Ευρώπη, έρχονται η Γερμανία με 63,7%, το Βέλγιο με 60% και οι Σκανδιναβικές χώρες με 55,7%. Κάτω από το 20,3% της Ελλάδας, βρίσκεται το 14,6% της Ιρλανδίας. Ενώ χώρες στις οποίες το τραπεζικό προφίλ του αποταμιευτή ταιριάζει με το ελληνικό, όπως είναι η Ισπανία και η Πορτογαλία τα ποσοστά βρίσκονται στο 33,5% και 27,5% αντίστοιχα.

Τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να στηρίζονται κατά βάση πάνω στα επιτοκιακά κέρδη και στις προμήθειες πληρωμών, αναλήψεων από ΑΤΜ, μεταφορών χρημάτων κ.α. Με δεδομένη τη συμπίεση των εσόδων από τις δανειοδοτήσεις λόγω της μείωσης των επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εσόδων από τις προμήθειες πληρωμών, αναλήψεων από ΑΤΜ, μεταφορών χρημάτων και άλλων, μετά από την κυβερνητική παρέμβαση είναι προφανές ότι οι τράπεζες θα πρέπει να επεκτείνουν τις δανειοδοτήσεις τους και να αυξήσουν μάλιστα σε εντυπωσιακό βαθμό, τα έσοδα από συμβουλευτικές υπηρεσίες, από διαχείριση περιουσίας των πελατών της τράπεζας, από χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, καθώς και από λοιπά τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.

Η επέκταση των δανειοδοτήσεων σε μια οικονομία που αναπτύσσεται είναι λογική. Διότι σε περιβάλλον ανάπτυξης τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι ιδιώτες, αναζητούν δάνεια. Οι μεν επιχειρηματίες κάνουν σχέδια επέκτασης για τις επιχειρήσεις τους, οι δε ιδιώτες επιθυμούν να βελτιώσουν την κατάσταση των νοικοκυριών τους.

Η ανάπτυξη των υπόλοιπων τομέων της διαχείρισης περιουσίας, της συμβουλευτικής κ.α. απαιτεί πολύ περισσότερη δουλειά, καθώς άπτεται του πυρήνα της σκέψης του Έλληνα αποταμιευτή και καταναλωτή. Ο οποίος με αρκετή δυσκολία θα εμπιστευτεί τη διαχείριση των κεφαλαίων του σε επαγγελματίες τραπεζίτες. Ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται τη σχέση ανάμεσα στο ρίσκο και στο δυνητικό κέρδος. Ο οποίος προτιμά τη μηδενική απόδοση του τραπεζικού λογαριασμού από τη συμμετοχή του στην εγχώρια και παγκόσμια οικονομία. Και ο οποίος σπάνια προγραμματίζει το οικονομικό του μέλλον.

Τα μηνύματα από την αγορά δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Από το 2019, την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και τη στροφή της οικονομικής φυσιογνωμίας της χώρας, και ενώ ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έχει αποδόσεις της τάξης του +90%, οι ενεργοί κωδικοί στο Χρηματιστήριο παραμένουν λιγοστοί και οι επενδύσεις μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων κατευθύνονται κυρίως σε ομόλογα.

Ωστόσο, αυτή η μη ενθαρρυντική εικόνα, ίσως και να αποτελεί το μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας για τις τράπεζες. Η ανάγκη για τον σχεδιασμό του οικονομικού μέλλοντος των νοικοκυριών αποκτά κυρίαρχο ρόλο στον προγραμματισμό των πολιτών. Ειδικά σε μια περίοδο με ανασφάλεια και μεταβλητότητα. Εάν λοιπόν ένα ικανοποιητικό ποσοστό των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες «περάσει» στις υπηρεσίες διαχείρισης περιουσίας, τότε θα αλλάξει άρδην και η εικόνα στον τομέα των τραπεζικών προμηθειών.