Αρχίζουν και αποκλιμακώνονται ελαφρώς τα επιτόκια των δανείων μετά τον Απρίλιο φέτος που έπιασαν την υψηλότερη τιμή τους. Στο μεταξύ όμως σημαντική επιβάρυνση στα νοικοκυριά της χώρας με μέση αύξηση 2,29% των επιτοκίων στα δάνειά τους, προκάλεσε η αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ, η οποία επιβάρυνε τις δαπάνες τους ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ τελικά έγινε και εμπόδιο στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ με εξέταση στοιχείων για το πρώτο εξάμηνο φέτος αν και περιλαμβάνουν και ορισμένα στοιχεία του τρίτου τριμήνου. Όπως φανερώνουν τα επιτόκια αρχίζουν και αποκλιμακώνονται ελαφρώς ήδη μετά τον Απρίλιο φέτος, όταν παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη επιβάρυνση για τα νοικοκυριά με τα επιτόκια στα νέα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια, να φθάνουν το μέγιστο, 6,2% στη διάρκεια της περιόδου που κλιμακώνονται τα επιτόκια από τον Ιούνιο του 2022.
Η σφικτή αντιπληθωριστική πολιτική με αυξημένα επιτόκια από τις Κεντρικές Τράπεζες είναι γνωστό ότι έχει παρενέργειες και συνεπώς μπορεί να αυξάνει τα έσοδα των τραπεζών από υφιστάμενα δάνεια για όσο διάστημα τα επιτόκια αυξάνονται, αλλά σταδιακά περιορίζει διαρκώς το δανεισμό, με την αύξηση χρηματοδότησης και συνεπώς πριονίζει τα μελλοντικά έσοδα από νέα δάνεια.
Αυτή είναι μία εντελώς διαφορετική αντίληψη από εκείνη που διέπει τις τελευταίες εκτιμήσεις των διεθνών οίκων για τα τραπεζικά έσοδα από τόκους η οποία επηρεάζει τώρα τις εκτιμήσεις τους για τις ελληνικές τράπεζες. Αντίθετα, η πολιτική φθηνών επιτοκίων είναι αναπτυξιακή, ευνοεί το δανεισμό τις επενδύσεις και την κατανάλωση από τα νοικοκυριά, συνεπώς και την πιστωτική επέκταση και τα μελλοντικά έσοδα από τόκους. Αλλά είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί σε περιόδους με υψηλό πληθωρισμό, οπότε το πικρό χάπι, γίνεται απαραίτητο.
Η έκθεση της ΤτΕ αναφέρει ότι η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως το Σεπτέμβριο του 2023 σωρευτικά κατά 450 μονάδες βάσης (4,5%), επηρέασε σταδιακά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια.
Το μέσο επιτόκιο στο σύνολο των δανείων που είχαν ήδη δοθεί (υφιστάμενα υπόλοιπα δανείων) σε νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 229 μονάδες βάσης ή 2,29%, μεταξύ Ιουνίου 2022 και Αυγούστου 2024 λέει η ΤτΕ. Η μέγιστη τιμή στα επιτόκια και αντίστοιχα η μέγιστη επιβάρυνση στα νοικοκυριά, μετρήθηκε από την ΤτΕ με τη μέγιστη τιμή του να παρατηρείται τον Απρίλιο του 2024 με 6,20% (232 μονάδες βάσης υψηλότερα από ότι τον Ιούνιο του 2022) αντανακλώντας την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Η αύξηση ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια που αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των στεγαστικών δανείων.
Η προσδοκία αλλαγής της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και οι πρόσφατες μειώσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ (25 μονάδες βάσης τον Ιούνιο, 25 μονάδες βάσης το Σεπτέμβριο και 25 μονάδες βάσης τον Οκτώβριο του 2024) έχουν ήδη αρχίσει να αντανακλώνται στα επιτόκια των δανείων, λέει η ΤτΕ.
Πόσο έχουν μειωθεί έως τώρα τα επιτόκια
Συγκεκριμένα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών μειώθηκε κατά 8 μονάδες βάσης στο χρονικό διάστημα Απριλίου-Αυγούστου 2024, μετά από τη συνολική αύξηση 241 μονάδων βάσης από τον Ιούνιο του 2022.
Η πορεία που παρουσιάζει το μέσο επιτόκιο δανείων αυτής της κατηγορίας σύμφωνα με την ΤτΕ είναι: Ιούνιος 2022 επιτόκιο 1,99%, Απρίλιος 2024 επιτόκιο 4,40% Αύγουστος 2024 επιτόκιο 4,32%.
Στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη, που αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των δανείων, το επιτόκιο παρέμεινε σταθερό στο φετινό διάστημα Απριλίου-Αυγούστου 2024 και είναι αυξημένο κατά 160 μονάδες βάσης σε σχέση με τον Ιούνιο του 2022 (Απρίλιος-Αύγουστος 2024: επιτόκιο 5,46%, Ιούνιος 2022: επιτόκιο 3,86%).
Μειώσεις όμως παρατηρήθηκαν μετά τον Απρίλιο φέτος και στα επιτόκια στα καταναλωτικά και λοιπά δάνεια των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς τα νοικοκυριά:
-Μειώθηκε κατά 14 μονάδες βάσης την περίοδο Απριλίου-Αυγούστου 2024 για δάνεια με διάρκεια έως ένα έτος,
-Μειώθηκε κατά 1 μονάδα βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω του ενός έτους και έως πέντε έτη,
-Αυξήθηκε κατά 4 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω των πέντε ετών.
Μειώθηκαν τα στεγαστικά δάνεια στα νοικοκυριά, αυξήθηκαν τα καταναλωτικά
Στο μεταξύ, το μέσο ετήσιο υπόλοιπο των δανείων προς τα νοικοκυριά ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους, μειώνεται, λόγω της μείωσης του μέσου υπολοίπου των δανείων προς τα νοικοκυριά και της αύξησης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Τα νέα δάνεια δηλαδή προς νοικοκυριά, αυξάνονται μεν, αλλά με ρυθμό που δεν καλύπτει τα παλαιά δάνεια που εξοφλούνται.
Ειδικότερα για τα στεγαστικά δάνεια σε ιδιώτες -νοικοκυριά, όπου μετρώνται όλα τα δάνεια με εγγύηση ακινήτου (δηλαδή περιέχονται στεγαστικά, επισκευαστικά και καταναλωτικά δάνεια, αλλά και δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις), τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι:
-Οι εκταμιεύσεις δανείων με εξασφάλιση οικιστικά ακίνητα διαμορφώθηκαν σε 593 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο φέτος, αυξημένες κατά 16,9% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023 παραμένοντας, ωστόσο, χαμηλές τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και σε σύγκριση με το επίπεδο προ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν στο διάστημα 2005-2007 τα δάνεια σε νοικοκυριά έφθαναν τα 12 δισ. ευρώ ετησίως!
Τέλος, οι δαπάνες, για τόκους στεγαστικών δανείων ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρέμειναν σταθερές στο πρώτο εξάμηνο του 2024 έπειτα όμως από σημαντική αύξηση που είχαν παρουσιάσει το 2023, εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων.
Οι δαπάνες για τόκους καταναλωτικών και λοιπών δανείων ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες τόσο το 2023 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2024.