Η δεύτερη πιο σημαντική γραμμή εισοδήματος στην κατάσταση αποτελεσμάτων των τραπεζών είναι τα έσοδα από προμήθειες. Πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη εγγραφή η οποία συνδέεται με την αύξηση του όγκου διαμεσολάβησης που πραγματοποιούν οι τράπεζες καθώς και με τη διεύρυνση του πεδίου των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Το 2016 οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν έσοδα από προμήθειες 1,08 δισ. ευρώ, επτά χρόνια μετά το αντίστοιχο έσοδο στη χρήση του 2024 ήταν 1,8 δισ. ευρώ.
Σίγουρα το άκουσμα μιας τέτοιας αύξησης που προσεγγίζει το 67% είναι ιδανικό για αφοριστικούς τίτλους και λαϊκά δικαστήρια. Η αλήθεια ωστόσο είναι λίγο διαφορετική.
Οι τράπεζες δεν έχουν καμία σχέση με τα δίκτυα που γνωρίζαμε το 2016. Τα φυσικά καταστήματα έχουν μειωθεί σημαντικά σε όλο το εύρος της επικράτειας, οι θυγατρικές και οι δραστηριότητες στο εξωτερικό έχουν επίσης μειωθεί ή πουληθεί και πολλές τραπεζικές υπηρεσίες πραγματοποιούνται πλέον ηλεκτρονικά. Το γεγονός ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μια συναλλαγή σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει αυξήσει σημαντικά τον όγκο που διεκπεραιώνεται μέσα από τα apps ή τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες των τραπεζών.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας, το πρώτο τρίμηνο του 2024 πραγματοποιήθηκαν μόνο στο δίκτυο της Εθνικής 31,9 εκατομμύρια συναλλαγές μέσω E-banking έναντι 31 εκατομμυρίων στο τέταρτο τρίμηνο του 2023. Κοιτώντας ακόμα πιο πίσω η «ηλεκτρονική» μετανάστευση των συναλλαγών κάνει ακόμα πιο κατανοητή την αύξηση των προμηθειών: Στο α΄ τρίμηνο του 2022 είχαν πραγματοποιηθεί 22 εκατομμύρια συναλλαγές. Πρόκειται για μια αύξηση 45% όταν το σύνολο των συναλλαγών ΑΤΜ’s παρουσιάζει στο ίδιο διάστημα αύξηση 4% και των καταστημάτων μηδενική μεταβολή.
Οι ρυθμοί αυτοί υποστηρίζουν απόλυτα το επιχείρημα ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές όχι μόνο έχουν αυξήσει τον όγκο των πληρωμών αλλά και τη συχνότητα των πληρωμών. Ενδεχομένως και η νομοθεσία περί διαφάνειας στις μεταφορές κεφαλαίων να έχει συμβάλει σε αυτό. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση η αύξηση στα έσοδα από προμήθειες δεν προέκυψε μόνο από την τιμολογιακή αναπροσαρμογή των προμηθειών.
Το δεύτερο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι από τα 1,8 δισ. ευρώ μόνο το 30% των εσόδων εμπίπτουν στην κατηγορία που αφορά τις προμήθειες λιανικής. Οι προμήθειες αφορούν μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων που αφορούν την έκδοση ή αναχρηματοδότηση δανείων, εγγυητικές επιστολές, επενδυτική τραπεζική, ασφαλιστικά προϊόντα, διαχείριση χαρτοφυλακίου, πρόσβαση σε αγορές, συνάλλαγμα, μισθώματα ακινήτων, πιστωτικές κάρτες, και εμβάσματα. Μάλιστα η υποπερίμετρος που εμπίπτει στις εκπτώσεις που από ότι φαίνεται οι τράπεζες θα προσφέρουν με ειδικά πακέτα προμηθειών περιορίζεται σε έσοδα της τάξης του 15% του συνόλου των προμηθειών.
Προσοχή: Δεν μιλάμε για μηδενισμό του 15% των εσόδων από προμήθειες αλλά για μια έκπτωση σε κατηγορίες πληρωμών που βρίσκονται σε αυτή την κατηγορία.
Κοιτώντας μπροστά, η επέκταση των δραστηριοτήτων σε άλλους τομείς θα δώσει νέα ώθηση στα έσοδα της κατηγορίας αυτής με την αύξηση του όγκου στη διαχείριση χαρτοφυλακίου αλλά και με την πιστωτική επέκταση η οποία ακόμα δεν έχει φανεί στα νούμερα. Στο τέλος του 2021 τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ήταν στο 0,49% του σταθμισμένου ενεργητικού των τραπεζών. Το 2023 βρίσκονται στο 0,64%. Η εκτίμηση είναι ότι σε δύο χρόνια τα έσοδα θα έχουν ανέλθει στο 0,75%, 480 εκατ. ευρώ περισσότερα από το 2023.
Μπορεί όντως στο παρελθόν να υπήρχαν χρεώσεις συναλλαγών μεταξύ διαφορετικών δικτύων με υψηλό κόστος Από τη στιγμή που η εφαρμογή της IRIS στη μεταφορά εμβασμάτων μπορεί να αποτελέσει μια φθηνή λύση για τη λιανική όλη η γκρίνια που προκλήθηκε μοιάζει με ένα θόρυβο χωρίς πολύ ουσία τόσο για την κερδοφορία των τραπεζών όσο και για τις επιβαρύνσεις των καταναλωτών. Πολύ κακό για το τίποτα δηλαδή.