Η Γερμανία φαίνεται μέχρι στιγμής να είναι η χώρα εκείνη της Ευρώπης, η οποία δεν έχει βρεθεί στο αντίστοιχο σημείο με τις Γαλλία και Ισπανία, τις οποίες «χτυπά αλύπητα» ο κορονοϊός.
Το γεγονός ότι η χώρα έχει πάνω από 25,000 κρούσματα αλλά λίγους σχετικά θανάτους δημιουργεί ερωτηματικά στους ειδικούς. Αυτή τη στιγμή, το ποσοστό θνητότητας είναι στο 0,3% σε σχέση με 9% στην Ιταλία, 5,5% στην Ισπανία και 4,6% στην Βρετανία σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Το "παράδοξο" αυτό εντείνει το ότι η Ιταλία βρίσκεται, σύμφωνα με τον δέκτη συστημάτων υγείας του Bloomberg, στο ίδιο σχεδόν επίπεδο αποδοτικότητας με τη Γερμανία.
Μια πρώτη εξήγηση που δίνουν οι ειδικοί του Ινστιτούτου Robert Koch είναι ότι η Γερμανία δεν αντιμετώπισε το ίδιο κύμα κρουσμάτων με την Ιταλία και δη στις επαρχίες της Λομβαρδίας και Εμίλια Ρομάνα. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στο σύστημα υγείας της χώρας να προετοιμαστεί κατάλληλα. Για παράδειγμα, το Βερολίνο προετοίμασε ήδη έναν συνεδριακό χώρο σε νοσοκομείο με 1,000 κλίνες για την νοσηλεία ασθενών με κορονοϊο. Την περασμένη εβδομάδα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρήγγειλε επιπλέον 10.000 αναπνευστήρες από ένα Γερμανό παραγωγό, επιπρόσθετες των 25.000 που ήδη έχει εγκατεστημένους σε νοσοκομεία της Γερμανίας
Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με την ιστοσελίδα Statista, η Γερμανία είναι πρώτη στην Ευρώπη σε κλίνες ανά 100,000 κατοίκους με 823 και μονάδες ΜΕΘ (29,2).
Την ίδια ώρα, οι αρχές διενεργούν περίπου 167,000 τεστ τη μέρα, κατατάσσοντας την Γερμανία δεύτερη στον κόσμο, πίσω από τη Νότια Κορέα η οποία κάνει σχεδόν 300,000 την μέρα.Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο τουλάχιστον, η μαζική διενέργεια τεστ συνδέεται με το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, επειδή επιτρέπει στις αρχές να εντοπίζουν περιπτώσεις του κορονοϊου ακόμα και σε ασθενείς που έχουν ελάχιστα ή καθόλου συμπτώματα, και οι οποίοι έχουν πολλές περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης.
Τέλος, οι Γερμανοί επιδημιολόγοι αναφέρουν επίσης στην εφημερίδα Guardian ότι οι πρώτες χιλιάδες που βρέθηκαν θετικοί στον ιό, ήταν σε ποσοστό 80% νέοι στην ηλικία χωρίς υποκείμενα νοσηματα οι οποίοι έχουν πολλές περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν σε σχέση με τους πιο ηλικιωμένους ασθενείς.