Όλα για όλα τα παίζει ο Ερντογάν - Οι δύσκολες επιλογές της Αθήνας στα 6,5 μίλια

Όλα για όλα τα παίζει ο Ερντογάν - Οι δύσκολες επιλογές της Αθήνας στα 6,5 μίλια

Σε κρίσιμο σταυροδρόμι οδηγεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Ταγίπ Ερντογάν, με επιλογές οι οποίες δεν προκαλούν μόνο την Αθήνα και τη Λευκωσία, αλλά αναδεικνύουν την Τουρκία ως τον βασικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή και αναβιώνουν -με διαφορετικές διαστάσεις φυσικά- το «Ανατολικό Ζήτημα».

Αποφεύγοντας την ευθεία αντιπαράθεση με την Τουρκία τόσο η Αθήνα όσο και ο διεθνής παράγοντάς, δίνουν προφανώς λάθος μηνύματα στον Τ. Ερντογάν και κανείς δεν γνωρίζει τώρα μέχρι πού θα προχωρήσει και πώς και πότε θα σταματήσει…

Καθώς όμως η διεθνής κοινότητα και κυρίως οι βασικοί παίκτες, η Ε.Ε. εν συνόλω και η Ουάσινγκτον (εν μέσω προεκλογικής περιόδου και προβλεπόμενης παρατεταμένης αστάθειας) περιορίζονται στις έστω και σκληρές λεκτικές διατυπώσεις, ενώ η Μόσχα απλώς «παίζει» με την Τουρκία αναλόγως των συμφερόντων της σε κάθε εστία έντασης και κρίσης, ο Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί ότι τώρα είναι η ευκαιρία για να παίξει τα ρέστα του στη διεθνή σκακιέρα. Και η κλιμάκωση της έντασης για τον Ερντογάν πλέον αναδεικνύεται «οξυγόνο» για την πολιτική του, καθώς γνωρίζει ότι η ομαλοποίηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θα οδηγήσει στην αποσύνθεση του καθεστώτος και της εξουσίας του.

Σε ό,τι αφορά στην Συρία, στο Ιράκ, στον Καύκασο και στη Λιβύη, ο Τ. Ερντογάν βρίσκει αντίρροπες δυνάμεις όπου η προσπάθεια επιβολής της Τουρκίας θα έχει μεγάλο στρατιωτικό και οικονομικό κόστος (καθώς η εξάρτηση από τη Ρωσία είναι σημαντική) και έτσι θεωρεί ότι το ιδανικό πεδίο για την επίδειξη ισχύος της Τουρκίας είναι η Ανατολική Μεσόγειος και το Αιγαίο. Πιστεύοντας ότι η στήριξη της Ελλάδας από τους εταίρους της στην Ε.Ε. (για το ΝΑΤΟ δεν υπάρχει θέμα, καθώς η Τουρκία είναι ισότιμο μέλος της Συμμαχίας) θα περιορισθεί, είτε σε ρητορικές καταδίκες, είτε και σε συμβολικά κυρίως μέτρα και κυρώσεις, ενώ ο ίδιος κρατά στα χέρια του το «πειστικό χαρτί» του μεταναστευτικού.

Πρόκληση στον αέρα

Η Τουρκία έχει επιλέξει να οδηγήσει στα άκρα την αντιπαράθεση με την Ελλάδα και είναι ενδεικτικό του κλίματος το επεισόδιο με το κυβερνητικό αεροσκάφος το οποίο μετέφερε τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια από τη Βαγδάτη στην Αθήνα. Η επιλογή, ενώ ήταν σε γνώση των τουρκικών Αρχών ότι επρόκειτο για κυβερνητική VIP πτήση με επιβάτη τον υπουργό Εξωτερικών, να κρατήσουν εντούτοις το αεροσκάφος στον αέρα για είκοσι λεπτά και να κάνει κύκλους πάνω από τα σύνορα του Ιράκ με την Τουρκία, ήταν μια μη φιλική κίνηση.

Τέτοιες κινήσεις, όπως και εκείνη που οι Ν. Δένδιας και Μ. Τσαβούσογλου ενώ συμφωνούσαν στην Μπρατισλάβα την επανέναρξη των διερευνητικών και ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και λίγες ώρες αργότερα η Τουρκία έστελνε το «Oruc Reis» για έρευνες μέχρι και σε απόσταση 6,5 ν.μ. από το Καστελόριζο, δείχνουν ότι η επιλογή δεν είναι απλώς η αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και η διάρρηξη κάθε σχέσης ή κάθε διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Σε επίπεδο επικοινωνίας Αθήνας και Αγκυρας, αλλά και σε επίπεδο ρητορικής, από την τουρκική ηγεσία δίνεται η εντύπωση ότι οι δύο χώρες είναι σχεδόν σε «εμπόλεμη κατάσταση».

Η αποστολή του «Oruc Reis» για σεισμικές έρευνες στη συγκεκριμένη περιοχή αποδεικνύει ότι η Τουρκία και ο Τ. Ερντογάν το μόνο που δεν επιδιώκουν είναι η συνεννόηση και ο διάλογος.

Νομική εμπλοκή

Για την Αθήνα, οι επιλογές είναι δύσκολες. Πολιτικά είναι δυσβάσταχτο το βάρος της όλο και πιο προωθημένης ατζέντας των προκλήσεων της Τουρκίας και ενώ τα εργαλεία αντίδρασης είναι περιορισμένα στην έγκριση τον Δεκέμβριο κάποιων κυρώσεων, οι οποίες το πιθανότερο είναι να έρθουν αργά και να μην είναι τέτοιες που να μπορούν να συνετίσουν την Τουρκία.

Για την κυβέρνηση θα είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει στην κοινή γνώμη ότι νομικά και διπλωματικά η τουρκική πρόκληση για έρευνες είτε στα 100, είτε στα 30, είτε στα 6,5 ναυτικά μίλια είναι η ίδια, καθώς αφορά μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα και νομικά δεν υφίσταται ο όρος «δυνητικά χωρικά ύδατα» που αφορούν την περιοχή από τα 6 έως τα 12 ν.μ., όπου η Ελλάδα έχει δικαίωμα βάσει του Δικαίου της Θάλασσας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Βεβαίως, ακόμη και η πραγματοποίηση ερευνών στη ζώνη αυτή δεν σημαίνει ότι υπάρχει… χρησικτησία και ότι η Τουρκία αποκτά δικαιώματα στην περιοχή αυτή.

Και αυτό το γεγονός της νομικής διάστασης της υπόθεσης είναι που προκαθορίζει και το πλαίσιο των ελληνικών αντιδράσεων, καθώς θα υπάρχει παρουσία και επίδειξη σημαίας σε όλη τη διάρκεια του πλου του «Oruc Reis», αλλά στρατιωτική κλιμάκωση δεν προβλέπεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες, να επιτραπεί παρά μόνο εάν παραβιαστεί η μόνη οριοθετημένη ζώνη, αυτή των χωρικών υδάτων, που για τους γνωστούς λόγους όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1994, οπότε κυρώθηκε η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχει παραμείνει στα 6 ν.μ.

Και είναι πάντως υποκριτικό να ακούγεται σήμερα κριτική τουλάχιστον από τον ΣΥΡΙΖΑ και να προβάλλεται ως λύση η επέκταση των χωρικών υδάτων, όταν η πρόταση του Νίκου Κοτζιά σε πολύ καλύτερες συνθήκες για την επέκταση των χωρικών υδάτων, έστω και στο Ιόνιο, μπήκε στο ράφι μετά την απομάκρυνσή του από το ΥΠΕΞ λόγω και των παρεμβάσεων της Τουρκίας.

Ο Χάρτης της Σεβίλης

Κυρίαρχο εφεύρημα στην τουρκική επιχειρηματολογία είναι η απαίτηση για την αποκήρυξη εκ μέρους της Αθήνας του Χάρτη της Σεβίλης, ενός χάρτη που ποτέ η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε ως επίσημο ντοκουμέντο και απλώς άτυπα με πρωτοβουλία καθηγητή του πανεπιστήμιου της ισπανικής πόλης καταγράφει το maximum του εύρους ΑΟΖ που μπορούν να διεκδικήσουν τα ευρωπαϊκά κράτη.

Αλλά η Τουρκία επιμένει σε αυτό, καθώς θεωρεί ότι και μόνο η εμφάνιση του χάρτη πείθει τον διεθνή παράγοντα για το παράλογο των «μαξιμαλιστικών» διεκδικήσεων της Ελλάδας και συγχρόνως θέλει από την Αθήνα με την αποστασιοποίησή της από τον χάρτη αυτό να παραιτηθεί πριν ακόμη καθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών απ' όλα τα δικαιώματα τα οποία της προσφέρει το Δίκαιο της Θάλασσας, τα οποία, ακόμη και εάν δεν της αποδοθούν πλήρως, θα μπορεί να τα έχει στο τραπέζι ως ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί.

Η Τουρκία έχει μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει την τακτική που έχει υιοθετήσει στη Συρία, δηλ. «μπαίνω, απλώνω το χέρι, δημιουργώ τετελεσμένα και μετά συζητώ». Και επιδιώκει να μετατρέψει σε κανονικότητα τις μονομερείς ενέργειές της, όπως έχει κάνει και με την Κύπρο, και να έχει -όταν έρθει η ώρα- μια ταπεινωμένη Ελλάδα στο τραπέζι του διαλόγου, που θα μοιάζει περισσότερο με διαπραγμάτευση συνθηκολόγησης.