Τη στιγμή που και στην Ελλάδα έχει σημάνει συναγερμός στην κυβέρνηση και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να αποτραπεί μια «επέλαση» του νέου κορονοϊού στους οίκους ευγηρίας, μετά την εμφάνιση κρουσμάτων σε ίδρυμα της Νέας Μάκρης, τα στοιχεία από την Ευρώπη προκαλούν σοκ. Αποδεικνύοντας, ανάμεσα στα άλλα, ότι εκεί είναι ένα από τα μέτωπα στα οποία ξέφυγε ο έλεγχος από τις αρχές πολλών κρατών, με αποτέλεσμα να αυξηθούν δραματικά οι ανθρώπινες απώλειες από τη νόσο.
Σύμφωνα με έρευνα ακαδημαϊκών με έδρα το γνωστό London School of Economics (LSE) σε πέντε χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο και Ιρλανδία), οι θάνατοι που σημειώθηκαν ανάμεσα στους ενοίκους γηροκομείων από τον Covid-19 αντιστοιχούν περίπου στο ήμισυ των συνολικών – δηλαδή, ξεπερνούν τις 27.000! Κάτι ανάλογο, μάλιστα, εκτιμάται ότι συμβαίνει και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο συνολικός αριθμός των θανάτων πλησιάζει τους 11.000, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι αρχές και η κυβέρνηση έχουν υποτιμήσει σημαντικά την κατάσταση και τις απώλειες στους οίκους ευγηρίας.
Η έρευνα, η οποία έχει καλύψει το 10% των θανάτων που έχουν καταγραφεί επισήμως σε τέτοιους χώρους στις παραπάνω πέντε χώρες μετά το ξεσπασμα της πανδημίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για την Ιταλία, το «μερίδιό» τους επί του συνολικού αριθμού ανέρχεται σε 45%. Ανάλογο ποσοστό καταγράφεται και στην Γαλλία, ενώ στο Βέλγιο είναι κατά τι χαμηλότερο, στο 42%. Το θλιβερό ρεκόρ φαίνεται πως έχει η Ισπανία, με το 57% του συνόλου των θανάτων στη διάρκεια του μήνα 8 Μαρτίου έως 8 Απριλίου να προέρχεται από γηροκομεία, ενώ στην Ιρλανδία το ποσοστό ανέρχεται σε 54%.
Φονικός συνδυασμός
«Οι οίκοι ευγηρίας ειναι χώροι στους οποίους η εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής αποστασιοποίησης είναι σχεδόν αδύνατη. Μοιάζει σαν μια τέλεια καταιγίδα: Ευαίσθητη ομάδα πληθυσμού, που δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τα μέτρα και προσωπικό που δεν διαθέτει επαρκή υποστήριξη και εκπαίδευση. Πολλοί από το προσωπικό είναι απλώς βοηθοί, με πολύ λίγες ιατρικές γνώσεις», τονίζει χαρακτηριστικά μία από τις συγγραφείς της έκθεσης του LSE, η Αντελίνα Κόμας-Χερέρα.
Η παραπάνω εικόνα οδηγεί, αναμφίβολα, σε μια σειρά συμπεράσματα, τα οποία μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα τόσο στη διαδικασία απόδοσης ευθυνών όσο και, κυρίως, στην αντιμετώπιση ανάλογων καταστάσεων μελλοντικά. Στο πρώτο επίπεδο, είναι φανερό ότι εάν είχε αναληφθεί έγκαιρη δράση για την προστασία των οίκων ευγηρίας και των ενοίκων τους, τότε η εικόνα στην Ευρώπη θα ήταν σαφώς καλύτερη και η πίεση στα συστήματα υγείας μικρότερη.
Στο δεύτερο επίπεδο, αποκαλύπτεται η αλληλεπίδραση των κυρίαρχων κοινωνικών προτύπων, τουλάχιστον όσον αφορά στην τρίτη ηλικία, με την επέκταση και τις συνέπειες της συγκεκριμένης πανδημίας – όπως, άλλωστε, και άλλων μεταδοτικών και μολυσματικών ασθενειών.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ, της Eurostat, στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης – Γερμανία, Κάτω Χώρες, Γαλλία, Ελβετία, βόρεια Ιταλία και βόρεια Ισπανία (στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Πορτογαλία) – το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 85 ετών που ζουν σε αυτού του τύπου τις δομές είναι σαφώς υψηλότερο σε σύγκριση με τις χώρες της Βαλκανικής και τη Ρουμανία. Για την ακρίβεια, σε αρκετές περιοχές της Γαλλίας και της Ολλανδίας το ποσοστό είναι της τάξης του 25-30%, περίπου το διπλάσιο δηλαδή σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι συνολικά στην ΕΕ υπολογίζεται ότι υπάρχουν κοντά στα 3 εκατ. άνθρωποι άνω των 65 ετών (κάπου 1,5 εκατ. άνω των 85 ετών) που ζουν σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οίκους ευγηρίας.