Βρισκόμαστε δυστυχώς σε μια στιγμή για την οποία ισχύει ότι «τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα πριν γίνουν καλύτερα». Η πίεση στο Κίεβο θα γίνει ακόμη περισσότερο ασφυκτική, ο όλεθρος θα συνεχιστεί και (παρά την αντίσταση της Ουκρανίας, τη διεθνή υποστήριξή της που αρχίζει να υλοποιείται και τις αδυναμίες της Ρωσίας) η Μόσχα σε κάθε περίπτωση θα επιμείνει στη διατήρηση των κερδών της στην ανατολική και νότια Ουκρανία. Η Αζοφική Θάλασσα είναι πια αμιγώς ρωσική και το ερώτημα είναι σε ποιο βάθος στη νότια και ανατολική ενδοχώρα θα θελήσει η Ρωσία να παγιώσει τις συνθήκες διχοτόμησης της Ουκρανίας.
Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα φέρουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επανάληψη των συνομιλιών στο ευρύτερο πλαίσιο αυτής της ιστορικής φάσης στις μετασχηματιζόμενες σχέσεις της μετα-σοβιετικής Ρωσικής Ομοσπονδίας με τα κέντρα ισχύος και επιρροής της Δύσης και την Κίνα. Στο σύνολό της, η φάση αυτή συνιστά μια γιγάντια διαπραγμάτευση με εναλλαγή πολεμικών επεισοδίων και διπλωματικών επαφών. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε επισημάνει εδώ (Η «Δύση» διαιρεμένη ενώ ο Πούτιν παίζει με τη φωτιά), η φάση αυτή ξεκινά αρκετά πίσω, το 2003-2004 και όχι το 2014. Και φτάνει σε μια παροξυστική κορύφωση τις ημέρες που διανύουμε.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ενεργοποίησε δέσμη σοβαρότατων κυρώσεων από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τον Καναδά και την Ιαπωνία. Η μεσοπρόθεσμη επίδραση των κυρώσεων στην ρωσική οικονομία αλλά και στις σχέσεις μεταξύ της οικονομικής ελίτ και του προέδρου δεν θα πρέπει να παραβλέπεται. Ο Πούτιν εγκαθίδρυσε ένα εν πολλοίς αυταρχικό καθεστώς με την συνεργασία ή την πειθάρχηση των ολιγαρχών. Ήδη δυο μεγιστάνες, ο Μιχαήλ Φρίντμαν και ο Όλεγκ Ντεριπάσκα, δήλωσαν χθες και προχθές ότι η ειρήνη πρέπει να επικρατήσει και οι συνομιλίες πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατόν.
Ένα κρίσιμο ερώτημα μεσοπρόθεσμα αναφέρεται στην επίδραση κυρώσεων τέτοιας έκτασης σε αυτές τις αρκετά ιδιαίτερες σχέσεις του Κρεμλίνου με τους ολιγάρχες. Είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, με δεδομένη και την δυσκολία αναζήτησης παρόμοιων ή ακριβώς αντίστοιχων περιπτώσεων. Τόσο από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ρωσικής πολιτικής οικονομίας όσο και σε σχέση με τις πιθανές αντιδράσεις ενός καθεστώτος που ελέγχει στρατηγικά και τακτικά πυρηνικά όπλα.
Αλλά ας μην επικεντρωθούμε στα χειρότερα σενάρια. Ως ένα πιθανό μεσοπρόθεσμο σενάριο, σίγουρα όχι το μόνο, η συνέχιση και επιτάχυνση της πολιτικής των κυρώσεων ενδέχεται να οδηγήσει και στην αρχή του τέλους του καθεστώτος, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα επηρεάσει άμεσα τις επόμενες πράξεις της τραγωδίας που εκτυλίσσεται στην Ουκρανία.
Κατά συνέπεια, κάθε συζήτηση για τα βραχυπρόθεσμα σενάρια περιλαμβάνει τον παράγοντα Πούτιν. Παρότι οι εξελίξεις και των επόμενων εβδομάδων θα έχουν συνέπειες στην παγκόσμια αρχιτεκτονική, ένα κομμάτι της μεγάλης εικόνας αποκαλύπτεται ήδη. Πρόκειται για τις επιδράσεις των νέων δεδομένων στο ΝΑΤΟ.
Το ΝΑΤΟ πράγματι αφυπνίστηκε χάρη στο Κρεμλίνο, αλλά αυτό έγινε αργά και με μεγάλο κόστος. Με την ΕΕ τα πράγματα είναι ακόμη περισσότερο σύνθετα.
Η ΕΕ σε αναζήτηση νέου υποδείγματος
Η ιστορική δήλωση του καγκελάριου Σολτζ για την κατακόρυφη άνοδο του αμυντικού προϋπολογισμού αλλά και του αμυντικού προφίλ της Γερμανίας έρχεται σε μια στιγμή που η Φινλανδία και η Σουηδία εγκαταλείπουν έμπρακτα μια πολιτική τήρησης αν όχι ίσων πάντως μεγάλων αποστάσεων από τα μπλόκ και τις διενέξεις. Στον πυρήνα της ΕΕ, η Γερμανία ανατρέπει μια πολιτική που, με μικρές διακυμάνσεις, ισχύει από το 1949. Παράλληλα δηλώνει έτοιμη να συνεργαστεί με τη Γαλλία στη χάραξη πολιτικής αλλά και στο σχεδιασμό και την παραγωγή προηγμένου ευρωπαϊκού εξοπλιστικού υλικού. Μια οικονομική δύναμη με μεγάλα πλεονάσματα αποφασίζει να εγκαταλείψει την προσέγγιση του free rider στην άμυνα και την ασφάλεια. Ενώ η κυρία φον ντερ Λάιεν υποσχέθηκε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη χρήση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (ΕΤΑ), ενός πράγματι σημαντικού εργαλείου.
Τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για την ΕΕ; Οδηγούν στη στρατηγική αυτονομία που υποστηρίζει – δικαιολογημένα – η Γαλλία; Οι κοινοτοπίες που ακούγονται πάλι σήμερα στη δημοσιότητα, ότι δηλαδή η κρίση είναι (και) ευκαιρία για τη δημιουργία ενός πραγματικά κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού άμυνας, αποτελούν επανάληψη όσων έχουν ακουστεί κατά καιρούς – πιο πρόσφατα μετά το 2014.
Αλλά είναι ακριβώς ο περιεκτικός και σύνθετος χαρακτήρας της σημερινής ΕΕ, αποτέλεσμα της σταδιακής εξέλιξης από τη δεκαετία του 1950, που καθιστά την σοβαρή προσθήκη της πλήρους ένωσης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής ταυτόχρονα φαινομενικά προφανή αλλά πρακτικά δυσχερέστατη. Μια οξεία διαφωνία στο ΝΑΤΟ δεν οδηγεί στην δυνητική κατάρρευση όλων των σχέσεων, από αυτές που αναφέρονται στην κοινή αγορά και την πολιτική ανταγωνισμού μέχρι τις μεταφορές και την αναδιανεμητική πολιτική στις διάφορες διαστάσεις της. Μια υπαρξιακή διένεξη για την άμυνα ή την εξωτερική πολιτική σε μια ΕΕ που θα τις περιλαμβάνει σε ένα νέο, ενωσιακό – ομοσπονδιακό επίπεδο θα σημαίνει πολύ περισσότερα. Λόγω γεωγραφίας, ιστορίας και συγκυριών, μερικά κράτη-μέλη είναι πολύ πιθανότερο να αντιμετωπίσουν τέτοια υπαρξιακά διλήμματα από ότι άλλα.
Άλλωστε, ενώ ο Σόλτζ έκανε την ιστορική ανακοίνωσή του, ο Λίντνερ παράλληλα υπενθύμιζε ότι οι κανόνες για το χρέος ισχύουν και θα εξακολουθήσουν να ισχύουν. Σήμερα, η ΕΕ παραμένει μεταβατική. Ατελής αλλά ικανή να προσφέρει ελπίδα, εύκολα αποδομούμενη ενόψει των έκδηλων αντιφάσεών της αλλά και πλήρης υποσχέσεων δεδομένων των εξαιρετικά δύσβατων εναλλακτικών, ασύμμετρα επιρρεπής στις στρατηγικές των ισχυρών πρωτευουσών αλλά και ζωντανή απόδειξη της επιβίωσης ενός ενωσιακού οράματος που – υπό προϋποθέσεις – θα πρέπει να απελευθερώνει ειρηνικά τις μεγάλες δυνατότητες των κρατών και των πολιτών της Ένωσης.
Απαιτείται μια νέα, συνολική αντίληψη περί άμυνας, ασφάλειας και εξωτερικών συνόρων, πέραν των εφήμερων ερεθισμάτων που προφέρει η κάθε κρίση. Όπως είχα υποστηρίξει πριν δυο χρόνια, χρειαζόμαστε παράλληλα και ορισμένες ειδικές πρόνοιες για τον εθνικό αμυντικό προϋπολογισμό των συνοριακών κρατών της Ένωσης (Κ. Λάβδας, «Το ευρωπαϊκό μέλλον και οι προϋποθέσεις του», στον τόμο: Η Ευρώπη ante portas, Εκδόσεις Σιδέρη, 2020, σελ. 152).
Χρειάζεται σε αυτό το πλαίσιο μια διπλή προσέγγιση. Αφενός ένα νέο ταμείο – ή μια νέα διάσταση του ΕΤΑ – για την άμυνα και την εξωτερική ασφάλεια, το οποίο θα χρηματοδοτεί άμεσα και υπό προϋποθέσεις κοινές στρατιωτικές παρεμβάσεις ακόμη και σε μεγάλη κλίμακα, σε συνάρτηση με την συνεχιζόμενη αλλά σίγουρα δύσκολη πορεία προς το συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής. Αφετέρου ένα πλαίσιο συνυπολογισμού της αυξημένης εθνικής αμυντικής δαπάνης στα συνοριακά κράτη της Ένωσης και, κατά περίπτωση, σε κράτη που υφίστανται ειδικές προκλήσεις και απειλές. Για τα κράτη αυτά μια νέα νόρμα αμυντικών δαπανών (ή η ισχύουσα νόρμα του ΝΑΤΟ) θα πρέπει να ενθαρρύνεται με αντίστοιχες προβλέψεις για τους δημοσιονομικούς κανόνες. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα και η Πορτογαλία να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο ως προς τις υποχρεώσεις τους στην άμυνα και την ασφάλεια.
Σε μια ΕΕ που συνιστά – στην καλύτερη περίπτωση – υβριδικό μόρφωμα χαλαρής συνομοσπονδίας και πολύ απέχει από τα ομοσπονδιακά υποδείγματα, η πορεία προς το συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής θα παραμείνει δυσχερής. Εάν η διπλή προσέγγιση στην οποία αναφερόμαστε υιοθετηθεί σε κάποια εκδοχή της, θα πρέπει να είναι σαφές ότι δεν θα πρέπει να αποτελέσει πλατφόρμα για την βιαστική αποδοχή της προτεινόμενης από κάποιους κατάργησης του βέτο.
Τον Ιούνιο 2021, ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Χάϊκο Μάας είχε επαναφέρει την παλαιότερη συζήτηση για την κατάργηση της δυνατότητας των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκούν βέτο κατά αποφάσεων για θέματα εξωτερικής πολιτικής ώστε η ΕΕ «να μην γίνεται όμηρος εκείνων που παραλύουν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική».
Αρκετές περιπτώσεις καταγράφηκαν τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον ως προς την απειλή χρήσης αυτής της δυνατότητας. Μερικές αφορούσαν και τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάντως οι δηλώσεις του Μάας ήλθαν λίγες ημέρες μετά τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν όταν η Ουγγαρία εμπόδισε την έκδοση δήλωσης της ΕΕ για την Κίνα και για τη σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας.
Η άμεση αντίδραση πολλών ευρωπαϊστών ήταν απολύτως θετική. Υποστηρίζουν ότι χωρίς αποφάσεις βάσει της πλειοψηφίας, δίνουμε μια κρίσιμη δύναμη αρνησικυρίας στην κάθε επιμέρους οπτική μιας χώρας. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την άποψη, χωρίς κατάργηση του βέτο δεν υπάρχει κοινή πολιτική.
Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσον η εν πολλοίς θεωρητική δυνατότητα του βέτο είναι αυτό που ακυρώνει την υποτιθέμενη δυναμική της ΕΕ στις εξωτερικές υποθέσεις. Μήπως το βέτο αποτελεί απολύτως αναμενόμενη διάσταση ενόψει της παρούσας κατάστασης της Ένωσης;
Στην πραγματικότητα, δεν υφίστανται σήμερα οι προϋποθέσεις για την κατάργηση του βέτο. Βεβαίως, σε μια ομοσπονδία το βέτο δεν θα είχε θέση. Αλλά η κατάργηση του βέτο δεν θα οδηγήσει σε περαιτέρω ομοσπονδίωση. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι εθνικές στοχεύσεις αλλά και (σε μερικές περιπτώσεις όπως αυτές της Ελλάδας και της Κύπρου) οι εθνικές αγωνίες για θέματα ασφάλειας δεν καθίστανται εύκολα πλειοψηφικές.
Η συνεχής αναφορά στην ήπια ισχύ σε συνδυασμό με τον σχετικό ρόλο της Γερμανίας και όλα αυτά εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ ενθάρρυναν την προσέγγιση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Υπήρξαν, βεβαίως, εξαιρέσεις. Κυρίως η Γαλλία αλλά για μια ορισμένη περίοδο και η Βρετανία (μεταξύ της κοινής γαλλοβρετανικής δήλωσης του Σεν Μαλό το 1998 και σειράς εξελίξεων που κορυφώθηκαν με το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016) προσπάθησαν να επιτύχουν μια περισσότερο «στρατιωτικοποιημένη» και ταυτόχρονα περισσότερο αυτόνομη εξωτερική πολιτική της ΕΕ.
Αλλά και ο δυο πτυχές έμειναν σχετικά ατροφικές. Ενώ στην ΕΕ υφίσταται σήμερα μια μινιμαλιστική αλλά σταθερή συναίνεση σε επίπεδο ηγεσιών για την μη-διάλυση της Ένωσης, στις εξωτερικές σχέσεις και το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον υποβόσκουν σοβαρές διαφορές.
Μετά την έξοδο της Βρετανίας, η Γαλλία παραμένει ως μόνη πυρηνική δύναμη της Ευρώπης και, εν πολλοίς, η μόνη στρατιωτική δύναμη με παγκόσμια σημασία. Εάν η στροφή της Γερμανίας (σε σχέση με τις συμβατικές, πάντα, στρατιωτικές δυνάμεις) οδηγήσει σε ενίσχυση του γαλλο-γερμανικού άξονα και σε αυτό το πεδίο, τότε η εξέλιξη θα είναι ιστορικής σημασίας για την Ευρώπη αλλά θα απαιτηθεί παράλληλα προσεκτική στάθμιση των τρόπων με οποίο θα αποτιμώνται οι οπτικές γωνίες και οι απόψεις των υπόλοιπων μελών της Ένωσης.
Χρειαζόμαστε συνολικά άλλο μείγμα πολιτικών, άλλο ρόλο των κεντρικών θεσμών και της ΕΚΤ, άλλη ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της Ένωσης. Όπως επίσης και μια άλλη αντίληψη περί εξωτερικών συνόρων.
Οι κοινοί στόχοι, η κάθετη απόρριψη δικτατόρων και δικτατορίσκων, η αναζήτηση περιεχομένων στις πολιτικές που διαμορφώνουν τις σχέσεις της Ένωσης – αυτά θα έπρεπε να απασχολήσουν τις συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης και όχι η σπουδή για την κατάργηση του βέτο.
Στην ΕΕ, η υπέρβαση της δυνατότητας του βέτο θα πρέπει να έλθει ως αποτέλεσμα ομοσπονδιακής ωρίμανσης, εάν και όταν αυτή επιτευχθεί. Σε διαφορετική περίπτωση, θα οδηγήσει σε – κατά περίπτωση – μειωμένες δυνατότητες επίδρασης μικρότερων ή μειοψηφικών παικτών στην κοινή πολιτική, οξύτερες διαφοροποιήσεις και – στο μέλλον – ακόμη και σε νέες εξόδους.
Η ενίσχυση της ευρωατλαντικής συμμαχίας, την οποία πέτυχε ο Πούτιν, θα παραμείνει στο άμεσο μέλλον η βασική διάσταση της κοινής άμυνας και ασφάλειας για την Ευρώπη. Με διάφορες δυνητικές εσωτερικές πολυκεντρικές διαφοροποιήσεις σε περιόδους σχετικής ηρεμίας και, παράλληλα, με συνέχιση της υπαρκτής, σημαντικής αλλά αργής διαδικασίας στην κατεύθυνση του συντονισμού μεταξύ των 27 της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.