Αντίθετη με τις κινήσεις των επενδυτών της Wall Street από τις μετοχές της μεγάλης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης προς αυτές της μικρής κεφαλαιοποίησης φαίνεται να είναι η επενδυτική ομάδα της Morgan Stanley.
Μάλιστα, οι αναλυτές της επενδυτικής τράπεζας αποτρέπουν τους μακροπρόθεσμους επενδυτές, προς το παρόν, να τοποθετούνται σε μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης για τρεις βασικούς λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι η συρρίκνωση της μεταποίησης στις ΗΠΑ εδώ και δυο χρόνια, σε συνδυασμό με το «πάγωμα» της αγοράς κατοικίας. Όπως εξηγούν οι αναλυτές της Morgan Stanley, η συνολική οικονομική εικόνα στις ΗΠΑ φαίνεται ενθαρρυντική. Οι αιτήσεις ανεργίας εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλούς αριθμούς, οι λιανικές πωλήσεις έχουν ξεπεράσει τις εκτιμήσεις των αναλυτών και το μοντέλο GDP Now της Atlanta Fed υποδεικνύει πραγματική ανάπτυξη 3,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024.
Όμως, «η συνολική εικόνα δεν λέει όλη την ιστορία», αναφέρει η Morgan Stanley. H μεταποίηση των ΗΠΑ βρίσκεται σε συρρίκνωση εδώ και 24 μήνες και η αγορά κατοικίας έχει «παγώσει». Συνεπώς, περιορίζεται από μια τεράστια ανισορροπία προσφοράς - ζήτησης, έλλειψη προσιτής τιμής και ένα υπάρχον απόθεμα κατοικιών που κυριαρχείται από ακίνητα που έχουν υποθηκευτεί με επιτόκια πολύ χαμηλότερα από αυτά που είναι σήμερα διαθέσιμα στους υποψήφιους αγοραστές κατοικιών.
Οι τομείς μετοχών που ενδέχεται να επηρεαστούν περισσότερο αρνητικά από τις προκλήσεις αυτές, περιλαμβάνουν τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, τους τομείς καταναλωτικών αγαθών και τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, οι οποίοι αποτελούν μερικά από τα μεγαλύτερα τμήματα του δείκτη Russell 2000 μικρής κεφαλαιοποίησης.
Επιπλέον, οι εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης ενδέχεται να αισθανθούν τον αντίκτυπο της αυξανόμενης ανισότητας μεταξύ των πλουσιότερων νοικοκυριών και των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι επενδυτές πρέπει να είναι επιφυλακτικοί για τοποθετήσεις σε μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης είναι το κλίμα της αβεβαιότητας. Ο παράγων αυτός μαζί με τις υψηλές αποδόσεις των ομολόγων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για χαμηλή κερδοφορία.
Επίσης, το κλίμα για τις μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την Εθνική Ομοσπονδία Ανεξάρτητων Επιχειρήσεων (NFIB), εξασθενεί αρκετά σταθερά από το 2022, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με την κυβερνητική πολιτική έχει φθάσει στην υψηλότερη ένδειξη που έχει καταγραφεί ποτέ. Ακόμη, οι προθέσεις των μικρών επιχειρήσεων για προσλήψεις και κεφαλαιακές δαπάνες παραμένουν επίσης πολύ αδύναμες, καθώς το μέσο βραχυπρόθεσμο επιτόκιο δανεισμού τους έχει φθάσει περίπου στο 10% - περισσότερο από δυόμισι φορές το μέσο κόστος κεφαλαίου για τις εταιρείες του S&P 500.
Ο τρίτος παράγοντας που πρέπει να εξεταστεί είναι η ποιότητα σε σχέση με άλλες μετοχές. Τα τελευταία χρόνια, ο δείκτης S&P 500 έχει βελτιωθεί σημαντικά ως προς την ποιότητα, τα χαρακτηριστικά ανάπτυξης και την ανθεκτικότητα. Αντίθετα, το σύνολο των εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης φαίνεται ότι έχει αποδυναμωθεί. Για παράδειγμα, σε δωδεκάμηνη βάση, σχεδόν το 45% των εταιρειών του Russell 2000 είναι μη κερδοφόρες. Σύμφωνα με μια μέτρηση, τα κέρδη των εταιρειών του Russell 2000 μειώνονται από το 2021.
Και αυτό γιατί, εξηγούν οι αναλυτές της Morgan Stanley πολλές μικρές εταιρείες μπορεί απλώς να δυσκολεύονται να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε έναν κόσμο που καθοδηγείται όλο και περισσότερο από τις τεχνολογικές επενδύσεις. Επίσης, η χρηματοδότηση από ιδιωτικά κεφάλαια επιτρέπει σε πολλές από τις πιο υποσχόμενες μικρές εταιρείες να παραμείνουν ιδιωτικές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πριν την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο. Αυτό αφήνει σε μειονεκτική θέση τους επενδυτές που επιλέγουν από το διαθέσιμο πλήθος των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης.