Επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι κατάφεραν για πρώτη φορά να αναπτύξουν στο εργαστήριο τέλεια ανθρώπινα αιμοφόρα αγγεία. Το επίτευγμα αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου για την αξιοποίηση τέτοιων οργανοειδών όπως αποκαλούνται, προκειμένου στο μέλλον να αντιμετωπισθούν διάφορες αγγειακές παθήσεις σε ασθενείς όπως οι διαβητικοί.
Οι ερευνητές από τον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Αυστρία και τη Βρετανία, με επικεφαλής τον δρα Γιόζεφ Πένινγκερ, διευθυντή του Ινστιτούτου Επιστημών της Ζωής του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στο Βανκούβερ και επικεφαλής του Ινστιτούτου Μοριακής Βιοτεχνολογίας της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature", δημιούργησαν τα λεγόμενα «αγγειακά οργανοειδή», καλλιεργώντας ανθρώπινα πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα.
Τα εργαστηριακά αγγεία, που μιμούνται τη δομή και τη λειτουργία των πραγματικών ανθρωπίνων αιμοφόρων αγγείων, μεταμοσχεύτηκαν σε πειραματόζωα (ποντίκια) και λειτούργησαν ως κανονικά όργανα με τις αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία τους.
«Η δυνατότητα να δημιουργούμε ανθρώπινα αγγεία ως οργανοειδή από βλαστικά κύτταρα αποτελεί μια επαναστατική αλλαγή. Επειδή κάθε όργανο στο σώμα μας συνδέεται με το κυκλοφορικό σύστημα, οι ερευνητές μπορούν πλέον να φωτίσουν τις αιτίες και να βρουν νέες θεραπείες για διάφορες αγγειακές παθήσεις, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, οι καρδιαγγειακές νόσοι, το εγκεφαλικό, ο καρκίνος και φυσικά ο διαβήτης».
Πολλά συμπτώματα του διαβήτη - από τον οποίο πάσχουν περίπου 420 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως- είναι το αποτέλεσμα αλλαγών στα αιμοφόρα αγγεία, οι οποίες έχουν ως συνέπεια προβλήματα στην κυκλοφορία του αίματος και στην οξυγόνωση των ιστών. Παρόλο που είναι κάτι συχνό, πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τις αγγειακές αλλαγές λόγω του διαβήτη, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ανάπτυξη νέων θεραπειών.
«Επειδή τα οργανοειδή μας μοιάζουν με τα ανθρώπινα αγγεία σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και σε μοριακό επίπεδο, μπορούμε πλέον να τα χρησιμοποιήσουμε για να μελετήσουμε τις αγγειακές ασθένειες άμεσα σε ανθρώπινους ιστούς», δήλωσε ο ερευνητής Ράινερ Γουίμερ.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ