Του Βασίλη Βενιζέλου
Η αλόγιστη κατανάλωση πλούσιων σε θερμίδες γευμάτων, γλυκών και ποτών κάθε εορταστική περίοδο και η αύξηση του βάρους που αυτή συνεπάγεται αποτελεί για πολλούς αφορμή να αποφασίσουν την έναρξη κάποιας δίαιτας. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που ενδίδουν σε πειρασμούς, “σπάνε” τη δίαιτα, για να την ξεκινήσουν και πάλι από… Δευτέρα, με αποτέλεσμα οι μήνες να περνούν και τα κιλά να παραμένουν.
Για όλα όμως υπάρχει μια λογική εξήγηση. Όπως είναι γνωστό, το χειμώνα οι άνθρωποι έχουν την τάση να τρώνε περισσότερο και ταυτόχρονα έχουν περιορισμένη ικανότητα να αποφεύγουν την αύξηση του βάρους τους, γεγονός που επιβεβαιώνεται πλέον από μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Έξετερ.
Η τάση αυτή φαίνεται να έχει τις ρίζες της στον προ-βιομηχανικό άνθρωπο, όταν η ανάγκη για διατήρηση του σωματικού λίπους ήταν πιο ισχυρή το χειμώνα, όταν το φαγητό ήταν λιγοστό ή ακόμη παλαιότερα όταν η ανεύρεσή του ήταν δυσχερέστερη. Αυτό ενδεχομένως να αποτελεί μια πειστική εξήγηση γιατί μας αρέσει να τρώμε τόσο πολύ όταν κάνει κρύο και γιατί οι αποφάσεις να ξεκινήσουμε δίαιτα τον χειμώνα συνήθως αποτυγχάνουν
Όμως, παρότι στο παρελθόν τα παραπανίσια κιλά δεν αποτελούσαν απειλή για την υγεία του ανθρώπου, λόγω της αυξημένης δραστηριότητας που είχε, στην εποχή μας μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση πλήθους νόσων, δυνητικά απειλητικών ακόμα και για τη ζωή.
«Με τον όρο “παχύσαρκος” νοείται ο άνθρωπος που έχει βάρος κατά 20% περισσότερο απ' το φυσιολογικό του σε σχέση με το ύψος του. Το να είναι κανείς παχύσαρκος τον θέτει αμέσως σε υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης διαφόρων ασθενειών, όπως καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα, διαβήτη, αρθρίτιδα, και καρκίνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι παχύσαρκοι θα τις εμφανίσουν», εξηγεί ο γενικός χειρουργός και ειδικός σε θέματα παχυσαρκίας Δρ. Γιώργος Σπηλιόπουλος (www.drspiliopoulos.gr).
Επιδίωξη των ερευνητών του Πανεπιστημίου του Έξετερ ήταν η πρόβλεψη της ποσότητας του λίπους που θα αποθηκεύσουν τα ζώα -συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων- κατά τη διάρκεια του χειμώνα, υποθέτοντας ότι οι φυσικές επιλογές αποτελούν την τέλεια στρατηγική για να διατηρήσουν το ιδανικό τους βάρος.
Για να το επιτύχουν χρησιμοποίησαν ένα ηλεκτρονικό μοντέλο, το οποίο προβλέπει πώς θα πρέπει να ανταποκρίνεται η ποσότητα του λίπους που αποθηκεύει ένα ζώο στη διαθεσιμότητα των τροφίμων και στον κίνδυνο να χάσει τη ζωή του από κάποιο αρπακτικό κατά την αναζήτηση τροφής. Το μοντέλο δείχνει ότι το ζώο/άνθρωπος θα πρέπει να έχει ένα στόχο βάρους πάνω από το οποίο πρέπει να χάσει και κάτω από το οποίο προσπαθεί να αυξήσει το βάρος του.
Οι προσομοιώσεις έδειξαν ότι υπάρχει συνήθως μικρή αρνητική επίδραση των ενεργειακών αποθεμάτων που υπερβαίνουν το ιδανικό επίπεδο, οπότε οι υποσυνείδητοι έλεγχοι προκειμένου να μην αυξηθεί το βάρος δεν θα είναι ισχυροί και έτσι θα ξεπεραστούν εύκολα από την άμεση ανταμοιβή του νόστιμου φαγητού.
Σύμφωνα με τον κύριο συγγραφέα της μελέτης Δρ Andrew Higginson, από το College of Life and Environmental Sciences στο Πανεπιστήμιο του Exeter, θα περίμενε κανείς ότι η εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους θα είχε δώσει τη δυνατότητα να συνειδητοποιούμε πότε έχουμε φάει αρκετά, όμως, απ' ότι φαίνεται, ελέγχουμε ανεπαρκώς τον εαυτό μας όταν αντικρίζουμε τροφή. Επειδή σήμερα τα σύγχρονα τρόφιμα περιέχουν τόση ζάχαρη και γεύση η ανάγκη των ανθρώπων να το φάνε υπερισχύει οποιουδήποτε, αδύναμου τελικά, εξελικτικού μηχανισμού που θα μας απέτρεπε.
«Η μελέτη αυτή δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει αναπτύξει ακόμα μηχανισμούς που θα του επέτρεπαν να αρνείται την κατανάλωση τροφών υψηλής θερμιδικής αξίας κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθώς η συγκεκριμένη εποχή μεταβάλει την επιθυμία του να διατηρήσει το ιδανικό του βάρος και τρώει περισσότερο, με αποτέλεσμα να αποθηκεύει λίπος», σημειώνει ο Δρ. Σπηλιόπουλος και προσθέτει «Φυσικά η αύξηση του βάρους κατά 3-5 κιλά μπορεί εύκολα να ανατραπεί, με την κατάλληλη διατροφή και άσκηση. Όταν όμως δεν γίνεται καμία διορθωτική κίνηση για επαναφορά στο φυσιολογικό βάρος, είναι πολύ πιθανό με το πέρασμα των ετών να χτυπήσει την πόρτα μας η παχυσαρκία».