Γιατί οι συμβουλές για την καλή υγεία της καρδιάς, δεν αποτρέπουν τα εμφράγματα;

Γιατί οι συμβουλές για την καλή υγεία της καρδιάς, δεν αποτρέπουν τα εμφράγματα;

Της Γιάννας Σουλάκη

«Κάλλιον του θεραπεύειν, το προλαµβάνειν», υποστήριζε ο Ιπποκράτης και πράγματι... Η πρόληψη των καρδιακών παθήσεων είναι προτιμότερη από τη θεραπεία. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, χάρη στην πρόοδο της επιστήμης και την πληθώρα γνώσεων και πληροφοριών που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας για τον τρόπο λειτουργίας της καρδιάς, φαίνεται ότι οι συμβουλές για να προλάβει κανείς τα καρδιακά προβλήματα πριν εμφανιστούν, έχουν πάρει μορφή χιονοστοιβάδας.

Οι συστάσεις και οι κατευθυντήριες γραμμές καλύπτουν όλες τις πτυχές του προβλήματος: από τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής μας και την καθημερινότητα, μέχρι του τι πρέπει να τρώμε και πόσο πρέπει να ασκούμαστε, ποια φάρμακα και αγωγές πρέπει να λαμβάνουμε και ποια όχι, καθώς δεν έχουν νόημα.

Κι όμως, περισσότεροι από 600.000 άνθρωποι παθαίνουν κάθε χρόνο στις ΗΠΑ από προβλήματα που σχετίζονται με την καρδιά. 

Το πρόβλημα με τις κατευθυντήριες γραμμές

Σε μια ανασκόπηση μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Annals of Internal Medicine, οι ερευνητές που επανεξέτασαν τις κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες χρησιμοποιούν σήμερα οι γιατροί, για να αξιολογήσουν την καρδιακή υγεία των ασθενών τους, διαπίστωσαν κάτι σημαντικό: Όπως ανέφεραν στα αποτελέσματα της μελέτης τους, υπάρχει σημαντική ασυνέπεια σχετικά με το ποιος θα πρέπει να υποβληθεί σε εξετάσεις για καρδιακές παθήσεις, αλλά και σύγχυση, σχετικά με το πώς και πότε πρέπει να αντιμετωπιστεί, αυτός που θα αποδειχθεί ότι έχει πρόβλημα.

Μεταξύ των 21 σχετικών οδηγιών που έχουν εκδώσει εταιρείες διεθνούς επιστημονικής εγκυρότητας, όπως η American Heart Association (AHA), η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας και το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Αλληλεγγύης του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφέρεται ότι ο έλεγχος για τις  καρδιακές παθήσεις πρέπει να γίνεται, όχι μόνο μεταξύ των ανθρώπων που πάσχουν ήδη από καρδιακά νοσήματα, αλλά και μεταξύ κάποιων ομάδων του πληθυσμού που μπορεί να χαρακτηρίζονται προς το παρόν ως υγιείς, όμως, ενδέχεται να είναι υψηλού κινδύνου. Κι ενώ οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, μπορεί να μην καλά εξοικειωμένες με αυτές τις οδηγίες, το βάρος της ευθύνης για τη σωστή τους ενημέρωση, πέφτει στους ώμους των ίδιων των γιατρών.

Παρ'' όλα αυτά, η συγκεκριμενοποίηση κάποιων συμβουλών, όπως για παράδειγμα σε ποια ηλικία θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε για τους παράγοντες κινδύνου των υγιών ανθρώπων και πόσο αυστηρά θα πρέπει αυτοί να εξετάζονται, παραμένει μια πρόκληση. Αυτό συμβαίνει επειδή - σε αντίθεση με τους ασθενείς που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή - η ομάδα των υγιών είναι πολύ πιο ποικιλόμορφη. Οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν τα πάντα: από την κληρονομικότητα τους, μέχρι τις συνήθειες της καθημερινής τους ζωής κι αν κάποιος καπνίζει ή πίνει. Επίσης, καθώς το ατομικό προφίλ κάθε ατόμου σε σχέση με τους προδιαθεσιακούς παράγοντες, προκαλεί διαφορετική επικινδυνότητα στον καθέναν, η εκτίμηση του βαθμού κινδύνου και η γραμμή προσδιορισμού μεταξύ του φυσιολογικού και επικίνδυνου ορίου, είναι στην καλύτερη περίπτωση μια πολύ δύσκολη υπόθεση.

Πώς αξιολογούνται λοιπόν οι υγιείς;

Από κοινού, το American Heart Association (AHA) και το American College of Cardiology (ACC) συμβουλεύουν τους γιατρούς να ζητούν καρδιολογικό έλεγχο σε κάποιες ομάδες ασθενών, νωρίτερα από άλλους. Για παράδειγμα, άνθρωποι που είναι επιρρεπείς στην εμφάνιση υψηλών ποσοστών χοληστερόλης ή αυξημένης αρτηριακής πίεσης μπορεί να επωφεληθούν σημαντικά από την προληπτική και εντατική παρακολούθηση, ειδικά εάν συνοδεύεται και από αλλαγές στις συνήθειές τους.

Ο Dr. Elliott Antman, πρώην πρόεδρος του AHA και καρδιολόγος στο Brigham, ο οποίος διετέλεσε μέλος των επιτροπών των AHA και ACC που εξέδωσαν τις  κατευθυντήριες γραμμές, υποστηρίζει ότι το screening σε νεαρά άτομα, θα μπορούσε να εντοπίσει και να προλάβει προβλήματα σε έναν σημαντικό αριθμό ατόμων και μάλιστα μια χρονική στιγμή που μπορούν να ωφεληθούν σημαντικά από τις παρεμβάσεις κι ίσως ακόμη και να αποφύγουν μια πιθανή καρδιακή προσβολή. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μειώσει τους θανάτους από καρδιακές παθήσεις κι αυτό, είναι τελικά ένας σοβαρός λόγος, για να αλλάξουν οι συστάσεις ως προς τις προληπτικές εξετάσεις  νεαρότερων ανθρώπων.

Άλλα προβλήματα με τις προληπτικές εξετάσεις

Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι το εξής: Πότε ο πιθανός κίνδυνος που μπορεί να διαφανεί από τις προληπτικές εξετάσεις είναι τέτοιος, που ο γιατρός θα πρέπει να χρησιμοποιήσει φαρμακευτική αγωγή για να τον ελαχιστοποιήσει; Υπάρχει για παράδειγμα, ένα όριο για τα επίπεδα της χοληστερόλης, που από εκεί και πάνω τείνει να προκαλεί καρδιακά επεισόδια και ποιο μπορεί να είναι αυτό; Υπάρχει ένα παρόμοιο όριο και για την αρτηριακή πίεση;

Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, δεδομένου ότι ο κίνδυνος που διατρέχει το κάθε άτομο, αποτελεί συνδυασμό των συνηθειών,  του περιβάλλοντος και του γενετικού του προφίλ. ''Ετσι, ενώ εξ ορισμού οι κατευθυντήριες γραμμές  προσπαθούν να τυποποιήσουν την πρόβλεψη του κινδύνου, αυτός τελικά παραμένει μια εξατομικευμένη υπόθεση. Κι αυτό μπορεί να εξηγήσει, επίσης, το γιατί οι συστάσεις που μελετούν οι συγγραφείς μελετών έχουν τελικά αποκλίσεις. Γιατί, παρά το γεγονός ότι επανεξετάζουν τα ίδια δεδομένα σχετικά με το πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι παρεμβάσεις, όπως π.χ. οι στατίνες ή ο τακτικός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης, καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με τους κινδύνους παρενεργειών και τον κίνδυνο καρδιακής βλάβης. «Οι επιστήμονες εξετάζουν την επιστημονική βιβλιογραφία και καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα», λέει ο Dr. Steven Nissen, πρόεδρος της Καρδιοαγγειακής Ιατρικής στην κλινική του Cleveland.

Πάρτε για παράδειγμα την ασπιρίνη. Ενώ η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) της Αμερικής υποστηρίζει ότι η τακτική λήψη της ασπιρίνης είναι υπερβολικά επικίνδυνη (μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο στομάχι, αιμορραγία στο έντερο και να αυξήσει συνολικά τον κίνδυνο αιμορραγίας) σε όσους δεν πάσχουν από καρδιακή νόσο, το AHA και το ACC συνεχίζουν να ενημερώνουν για τα οφέλη της λήψης χαμηλής δόσης ασπιρίνης, για την πρόληψη ενός πιθανού καρδιακού επεισοδίου, σε κάποιες ομάδες πληθυσμού που ενδέχεται να έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών προβλημάτων. Οι καρδιολόγοι, με άλλα λόγια, πιστεύουν ότι το πιθανό όφελος της πρόληψης μιας πιθανής καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου, εξαιτίας θρόμβου, υπερτερεί του κινδύνου αιμορραγίας για κάποιους.

Παρόμοια διχογνωμία υπάρχει και για την υπέρταση. Πρόσφατα οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με υπέρταση που μείωσαν την αρτηριακή τους πίεση ακόμη και πέρα από τα συνιστώμενα σήμερα επίπεδα των 140-90 mm Hg, θα μπορούσαν να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου, όχι μόνο από καρδιακές παθήσεις αλλά από όλες τις αιτίες.

Αυτό το νέο δεδομένο έχει προκαλέσει μια ζωηρή συζήτηση, σχετικά με το εάν και κατά πόσον οι άνθρωποι αυτοί, θα πρέπει να λαμβάνουν αντι-υπερτασικά φάρμακα, για να καταφέρουν να μειώσουν σημαντικά τις τιμές της πίεσής τους, ανεξάρτητα από πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να τους προκαλέσουν, όπως π.χ. πολύ χαμηλή αρτηριακή πίεση, ζαλάδα, λιποθυμίες και πιθανές πτώσεις. Κι ενώ οι καρδιολόγοι κλίνουν προς την κατεύθυνση αλλαγής των κατευθυντήριων γραμμών σε αυτούς τους ασθενείς, οι γενικοί γιατροί στην Αμερική και οι γιατροί της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, είναι λιγότερο πρόθυμοι να ακολουθήσουν αυτή τη συμβουλή, καθώς ανησυχούν για τον κίνδυνο τραυματισμού των ασθενών τους από πιθανή πτώση. «Προτιμάμε να τους συμβουλεύουμε να προσεγγίζουν το πρόβλημα της υπέρτασης πιο πολύ μέσω της διατροφής, π.χ.με τη μείωση του νατρίου. Πρέπει ο γιατρός να ξέρει τον ασθενή του και να έχει την αίσθηση για το ποια προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα γι'' αυτόν», υποστηρίζει ο Dr. Wander Filer, πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Οικογενειακών Ιατρών.

Χρειάζονται ακόμη περισσότερες έρευνες;

Επιστημονικές εταιρείες, όπως το AHA, αναζητούν ακόμα καλύτερους τρόπους για να μελετήσουν τους παράγοντες κινδύνου της καρδιάς και να εντοπίσουν τους ευάλωτους πληθυσμούς. Επίσης, προσπαθούν να συμπεριλάβουν στα συμπεράσματά τους και την αποτελεσματικότητα θεραπευτικών παρεμβάσεων, όπως π.χ. την ασπιρίνη, σε μεγάλες μελέτες παρατήρησης, ώστε για καταλήξουν σε ακόμα πιο αξιόπιστα δεδομένα. Ο Dr. Antman θεωρεί ελπιδοφόρο το γεγονός ότι υπάρχουν πράγματι κάποια στοιχεία, στα οποία οι περισσότερες κατευθυντήριες γραμμές φαίνεται να συγκλίνουν για την πρόληψη καρδιακών παθήσεων. Κι αυτά είναι: να μην καπνίζετε, να κρατάτε υπό έλεγχο την αρτηριακή σας πίεση, να αποφεύγετε τη διατροφή με πολύ αλάτι, να ασκείστε τακτικά και να διατηρείτε τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης σας όσο το δυνατόν χαμηλότερα, ακόμη και με τη χρήση στατίνης, εάν σας τη συστήνει ο γιατρός σας.

Επίσης, τόσο οι ασθενείς, όσο και οι γιατροί αξίζει να συγκρατήσουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές είναι απλώς οδηγίες και όχι εντολές. «Θα πρέπει να αποτελούν αφορμή για συζήτηση μεταξύ του γιατρού με τον ασθενή του, με σκοπό την κοινή λήψη αποφάσεων», λέει ο Nissen. «Αυτή είναι η πιο σωστή διαδικασία και για τους δύο», καταλήγει.

Με πληροφορίες από TimeHealth.com