Η είδηση ότι 5 εργαζόμενοι του Θριάσιου νοσοκομείου (2 νοσηλευτές, 1 γιατρός και 2 υπάλληλοι κυλικείου) νόσησαν από ιλαρά, προκάλεσε την αντίδραση των εργαζομένων στα Δημοσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), οι οποίοι καταγγέλουν την ολιγωρία της κυβέρνηση, στην αντιμετώπιση της έξαρσης των κρουσμάτων.
Σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ, είναι ευθύνη του Υπουργείου Υγείας το γεγονός ότι, ενώ τα κρούσματα της ιλαράς εμφανίστηκαν πριν από ένα μήνα, το ΚΕΕΛΠΝΟ μόλις πριν από λίγες ημέρες απέστειλε οδηγία προς τα νοσοκομεία για έλεγχο αντισωμάτων στους επαγγελματίες υγείας που γεννήθηκαν μετά το έτος 1972 και δεν έχουν κάνει τις δύο δόσεις εμβολίου ιλαράς. Για τους γεννηθέντες επαγγελματίες υγείας πριν το 1972 το ΚΕΕΛΠΝΟ θεωρεί ότι έχουν ανοσία και δεν χρειάζονται να ελεγχθούν(!)
«Από την στιγμή που διαπιστώθηκαν κρούσματα Ιλαράς στους Επαγγελματίες Υγείας φαίνεται ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κινδυνεύει η ζωή των προσβληθέντων επαγγελματιών υγείας. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να μεταδώσουν τη νόσο σε συναδέλφους και ασθενείς. Ειδικά οι ασθενείς που είναι σε ανοσοκαταστολή κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους λόγω των επιπλοκών της νόσου (εγκεφαλίτιδα, παράλυση)», υποστηρίζει χαρακτηριστικά η ΠΟΕΔΗΝ.
Επίσης, σύμφωνα πάντα με τους εργαζόμενους, το Υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ δεν έχουν εξασφαλίσει τις απαραίτητες δαπάνες για να προμηθεύσουν με αντιδραστήρια τα νοσοκομεία:
«Το Υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ δεν φρόντισαν να προμηθεύσουν τα Νοσοκομεία με τα απαραίτητα αντιδραστήρια για να γίνεται ο έλεγχος των αντισωμάτων ιλαράς. Ως εκ τούτω οι Διοικήσεις των Νοσοκομείων δεν μπήκαν στον κόπο καν να ενημερώσουν το προσωπικό για την οδηγία του ΚΕΕΛΠΝΟ και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα μη μετάδοσης της νόσου. Φυσικά το Υπουργείο Υγείας δεν φρόντισε να προμηθεύσει τα Νοσοκομεία με τα απαραίτητα εμβόλια ιλαράς. Που να βρει χρήματα;», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η ιλαρά μεταδίδεται δύο ημέρες πριν την συμπτωματολογία και τέσσερις (4) ημέρες μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων, ενώ η ΠΟΕΔΗΝ εκφράζει ανησυχίες για την πιθανότητα οι ασθενείς γιατροί και νοσηλευτές να μετέδωσαν τη νόσο και σε πολλούς άλλους προσωπικό και ασθενείς, ενώ ακόμη δεν έχουν προκύψει στοιχεία και για άλλα νοσοκομεία.