Πότε πρέπει να κάνουμε τα εμβόλια για μέγιστη προστασία
Shutterstock
Shutterstock

Πότε πρέπει να κάνουμε τα εμβόλια για μέγιστη προστασία

Ενόψει της χειμερινής περιόδου, οι λοιμώξεις του αναπνευστικού είναι αυτές που φοβίζουν περισσότερο, καθώς περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων, από το κοινό κρυολόγημα μέχρι την πνευμονία, και αποτελούν κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως.

Παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο περιλαμβάνουν την αυξημένη ηλικία, τις καρδιοαναπνευσιτκές παθήσεις, τον σακχαρώδη διαβήτη, το κάπνισμα, την παχυσαρκία, την ανοσοκαταστολή, κ.ά.

Μπροστά στην πρόκληση των αναπνευστικών λοιμώξεων, η ανάγκη πρόληψης καθίσταται επιτακτική. Ενόψει της χειμερινής περιόδου, πέρα από την τήρηση των κανόνων υγιεινής, είναι σημαντικό και όλοι οι ενήλικες με παράγοντες κινδύνου να είναι επαρκώς εμβολιασμένοι με τους εμβολιασμούς που συστήνονται από το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ) Ενηλίκων.

Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά

Οι αναπνευστικές λοιμώξεις, πέρα από την επιβάρυνση του ασθενή και του περιβάλλοντός του, αποτελούν επίσης σημαντικό φορτίο για τη δημόσια υγεία. Η γρίπη έχει συσχετιστεί με 1 δισεκατομμύριο περιστατικά  και 290.000-650.000 θανάτους κατ’  έτος, η COVID-19 με πάνω 7 εκατομμύρια θανάτους από τα τέλη του 2019, ο αναπνευσιτκός συγκυτιακός ιός (RSV) με 64 εκατομμύρια περιστατικά και 160.000 θανάτους κατ’ έτος και η πνευμονιοκοκκική νόσος με πάνω από 1 εκατομμύριο θανάτους κατ’ έτος (περισσότερους από όλες τις άλλες αιτιολογίες μαζί προπανδημικά). Σε αυτά τα τεράστια νούμερα θα πρέπει να προστεθούν η τάση γήρανσης του πληθυσμού και το γεγονός ότι τα συστήματα υγείας διαχειρίζονται τις αναπνευστικές λοιμώξεις ταυτόχρονα τους χειμερινούς μήνες, με αποτέλεσμα το φορτίο για τη δημόσια υγεία να επιβαρύνεται περαιτέρω”, αναφέρει ο κύριος Στέλιος Λουκίδης, Πνευμονολόγος – Φυματιολόγος, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του στην Eνημερωτική Συνάντηση με τίτλο «Το παρόν και το μέλλον του εμβολιασμού».

Σύμφωνα με τον κ. Λουκίδη, δε χρειάζεται όλα τα εμβόλια να γίνονται την ίδια περίοδο, το φθινόπωρο: «Ο εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου, για παράδειγμα, θα μπορούσε να γίνεται και άλλη εποχή εκτός του φθινοπώρου, όπως το Μάρτιο ή τον Μάιο. Το ίδιο και το εμβόλιο για τον έρπητα ζωστήρα. Πρέπει να αλλάξουμε το εμβολιαστικό μας πρόγραμμα στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρξει εμβολιαστικός σχεδιασμός”, τονίζει ο γιατρός.

Όπως σημειώνει, ο εμβολιασμός κατά του αναπνευστικoύ συγκυτιακού ιού (RSV) είναι προτιμότερο να γίνεται το Σεπτέμβριο, αργότερα μέσα στο φθινόπωρο πάντα, ο εμβολιασμός κατά της COVID-19 και κατά της γρίπης από τα μέσα Νοεμβρίου. Ο πνευμονολόγος συνιστά για τους άνω των 65 το ενισχυμένο εμβόλιο της γρίπης, ενώ για τους κάτω των 65 ετών το μη ενισχυμένο. «Με αυτόν τον τρόπο, μειώνεται το φορτίο για τον ασθενή ως προς την πολυπλοκότητα των εμβολίων και γίνεται ένας καλύτερος χρονικός σχεδιασμός» εξηγεί ο κύριος Λουκίδης.

Πώς θα προστατευτούμε από τον πνευμονιόκοκκο

Ο πνευμονιόκοκκος είναι κύριο αίτιο σοβαρών λοιμώξεων, όπως η πνευμονία, η μηνιγγίτιδα και η βακτηριαιμία. Τα συζευγμένα πνευμονιοκοκκικά εμβόλια υπερέχουν των παλαιότερων απλών πολυσακχαριδικών εμβολίων στο ότι επάγουν ανοσολογική μνήμη. Το νέο 20δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο (PCV20) περιέχει αντιγόνα για 7 επιπλέον στελέχη πνευμονιόκοκκου έναντι του 13δύναμου εμβολίου (PCV13), που είναι σημαντικά για τη νόσο. Στο ΕΠΕ συστήνεται σε όλους τους ανεμβολίαστους ενήλικες ηλικίας ≥65 ετών και στους ενήλικες ηλικίας 18-64 ετών με υποκείμενα νοσήματα η διενέργεια μιας δόσης PCV20, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσει άλλο εμβόλιο. Για όσους έχουν λάβει PCV13 ή PPSV23 στο παρελθόν συνιστάται μια δόση PCV20 1 χρόνο αργότερα και σε όσους έχουν λάβει και τα δυό παλιότερα εμβόλια (PCV13 και PPSV23) συστήνεται το PCV20 5 χρόνια μετά. Το PVC20 μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με το εμβόλιο της γρίπης και το mRNA εμβόλιο της COVID-19.

RSV: Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) είναι η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως σε παιδιά προσχολικής ηλικίας με οξείες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού.

Είναι ένας ιός που γνωρίζαμε καλά ως προς την παθογονικότητά του στα παιδιά, τα τελευταία χρόνια ωστόσο έγινε εμφανές ότι προκαλεί σημαντικό φορτίο και στους ενήλικες. Προκαλεί υποτροπιάζουσες λοιμώξεις που μοιάζουν με κοινό κρυολόγημα, αλλά μπορούν να εξελιχθούν σε λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού (βρογχιολίτιδα, πνευμονία). Τα βρέφη, οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις και ανοσοκαταστολή κινδυνεύουν περισσότερο. Στην Ελλάδα, η περίοδος έναρξης του RSV είναι τον Δεκέμβριο με διάρκεια έως τον Μάρτιο. Δεν υπάρχουν πολλά επιδημιολογικά στοιχεία για την χώρα μας, ωστόσο, για το ποσοστό θετικότητας συλλέγονται δεδομένα από το Σύστημα Επιτήρησης του ΕΟΔΥ, ενώ στοιχεία έχουμε και από μελέτη του ΓΝΑ «Ευαγγελισμός», όπου καταδείχθηκε ότι συνολικά 8,4% των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με RSV χρειάστηκαν διασωλήνωση και 16,4% αυτών κατέληξαν κατά τη νοσηλεία τους. Πλέον, μετά από δεκαετίες ερευνών, έχουμε διαθέσιμα αποτελεσματικά εμβόλια έναντι του RSV. Ο εμβολιασμός έναντι του RSV συστήνεται στο ΕΠΕ ως μία δόση σε όλους τους ενήλικες άνω των 75 ετών και στην ηλικιακή ομάδα 60-74 ετών με παράγοντες κινδύνου, ενώ προς το παρόν δεν συστήνεται η συγχορήγηση με τα εμβόλια της γρίπης και της COVID-19.

Ο κ. Λουκίδης αναφέρθηκε επίσης στο ρόλο των επαγγελματιών υγείας στον εμβολιασμό. Η σύσταση από τον επαγγελματία υγείας είναι ο ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας για το αν ένας ασθενής θα εμβολιαστεί. Πρέπει να εφαρμόζονται εξατομικευμένα κριτήρια, να υπογραμμίζονται οι θετικές εμπειρίες με τα εμβόλια, να αφιερώνεται χρόνος για συζήτηση και να απαντιούνται τα ερωτήματα και οι ανησυχίες του ασθενούς, ώστε να αντιμετωπιστεί το επικίνδυνο φαινόμενο της  “εμβολιαστικής κόπωσης’’.