Γράφει η
Κομνηνού Ελένη
Ρευματολόγος
Υπεύθυνη Τμήματος Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων Κύησης ΜΗΤΕΡΑ
Η προετοιμασία για την εγκυμοσύνη είναι ένα ταξίδι που είναι διαφορετικό για όλες τις γυναίκες. Οι γυναίκες με αυτοάνοσες ασθένειες δεν εξαιρούνται από τα πράγματα που δικαιούται οποιαδήποτε άλλη γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, ωστόσο, το ταξίδι τους με την αυτοάνοση νόσο και την εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει πρόσθετο άγχος και στρες.
Τι είναι η αυτοανοσία;
Αυτοανοσία σημαίνει παρουσία αντισωμάτων και Τ-λεμφοκυττάρων, που κατευθύνονται έναντι των φυσιολογικών συστατικών ενός ατόμου (αυτοαντιγόνα).
Η αυτοανοσία είναι δυνατόν να υπάρχει σε όλα τα άτομα, ακόμη και σε φυσιολογική κατάσταση υγείας και εμπλέκεται σε όλα τα στάδια της αναπαραγωγής. Την τελευταία δεκαετία, βέβαια, έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις και κρίσιμα επιτεύγματα στον τομέα της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Η αυτοανοσία είναι δυνατόν να συνδέεται με:
- Υπογονιμότητα
- Επιπλοκές της κύησης
(αποβολές, ενδομήτριος θάνατος εμβρύου, υπέρταση – προεκλαμψία, τοκετό νεκρού εμβρύου) - Αποτυχίες στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή
Ποιες είναι οι ενδείξεις αυτοανοσίας;
Η αυτοανοσία μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία αναπαραγωγής, σε διαφορετικά στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας, ανάλογα με την ποιότητα και ενδεχομένως την ποσότητα της μη φυσιολογικής αυτοάνοσης απόκρισης. Η αυτοάνοση νόσος μπορεί να μειώσει τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Στο πρόσφατο παρελθόν μια γυναίκα, με διαγνωσμένο αυτοάνοσο νόσημα, αποτρέπονταν από το να μείνει έγκυος ή να υποβληθεί σε διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς οι κίνδυνοι για την ίδια και το μωρό της ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν.
Σύμφωνα με την European Society of Human Reproduction and Embryology (ESHRE) το 2018, το 10-20% των περιπτώσεων υπογονιμότητας χαρακτηρίστηκαν ως ανεξήγητα ή ιδιοπαθή περιστατικά (unexplained or idiopathic cases). Τα περισσότερα από αυτά τα ζευγάρια υποφέρουν από την επαναλαμβανόμενη αποτυχία εμφύτευσης (RIF).
Παρά την αξιοσημείωτη εξέλιξη της τεχνολογίας στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (Assisted Reproductive Technology), εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό ποσοστό αποτυχημένων προσπαθειών για την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ποια αυτοάνοσα νοσήματα επηρεάζουν τη γονιμότητα;
Οι ασθενείς παρουσιάζονται είτε με γνωστή αυτοάνοση πάθηση και δυσκολία σύλληψης, ή με την πάντα αινιγματική διάγνωση «ανεξήγητης στειρότητας».
Τα αυτοάνοσα νοσήματα που επηρεάζουν τη γονιμότητα είναι, μεταξύ άλλων:
- Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος.
- Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ) είναι μια χρόνια αυτοάνοση πολυσυστηματική ασθένεια με ένα ετερογενές πρότυπο κλινικών και ορολογικών εκδηλώσεων και ευθύνεται για περίπου 1% των υπογόνιμων ασθενών. Η πορεία του ΣΕΛ είναι μεταβλητή, με υποτροπιάζοντα επεισόδια ύφεσης και επιδείνωσης. Η προτίμηση για τις γυναίκες, ιδίως σε αναπαραγωγική ηλικία, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της επιβίωσης, έχει οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των γυναικών με ΣΕΛ εγκυμοσύνη.
- Αντιφωσφολιπιδαιμικό Σύνδρομο
- Ρευματοειδής Αρθρίτις
- Αγκυλωτική Σπονδυλαρθρίτις
- Σύνδρομο Raynaud
- Sjogren’s syndrome κ.ά.
Συμπερασματικά
Η παρουσία αυτοάνοσων διαταραχών συσχετίζεται με υπογονιμότητα μέσω της ενεργότητας της νόσου και της φαρμακευτικής αγωγής. Η αναπαραγωγική αποτυχία μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση αυτοάνοσων διαταραχών. Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση της κατάστασης της γονιμότητας, διερεύνηση των αιτίων ενεργότητας αυτοάνοσων ρευματικών νοσημάτων και της φαρμακευτικής αγωγής.
Γυναίκες με ενεργό αυτοάνοση νόσο θα πρέπει να αναβάλουν τη σύλληψη, είτε φυσική είτε υποβοηθούμενη, μέχρι την επίτευξη πλήρους ύφεσης και σταθεροποίησης της αυτοάνοσης νόσου για τουλάχιστον 3-6 μήνες.
Για τις νέες γυναίκες που πρόκειται να λάβουν γοναδοτοξικά φάρμακα για αυτοάνοσες ασθένειες, η κρυοσυντήρηση των ωοκυττάρων ή των εμβρύων είναι η μόνη κλινικά αποδεκτή μέθοδος.
Αυτοανοσία χωρίς εμφανή νόσο (υποκλινική αυτοανοσία) μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην αποτυχία εμφύτευσης στην IVF-ET.