100 Χρόνια Νταντά: Ένα κίνημα ενάντια στην κοινωνική καταπίεση, τη διαφθορά και τις εθνικιστικές πολιτικές

100 Χρόνια Νταντά: Ένα κίνημα ενάντια στην κοινωνική καταπίεση, τη διαφθορά και τις εθνικιστικές πολιτικές

Των ιστορικών τέχνης Αναστασίας Μανιουδάκη & Αννίτας Αποστολάκη

Το Νταντά είναι εξ ολοκλήρου παιδί του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκίνησε από μια ομάδα καλλιτεχνών στη Ζυρίχη το 1916 και διήρκεσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '20. Βασικός σκοπός των Ντανταϊστών ήταν να σχολιάσουν με την τέχνη τους την παρακμή, όπως την έβλεπαν, της δυτικής κοινωνίας, που φυσική της κατάληξη ήταν ο πόλεμος. Μαίνονταν κατά της διαφθοράς και των εθνικιστικών πολιτικών, της καταπίεσης από τους κοινωνικούς κανόνες και τον κομφορμισμό. Θεωρούσαν ότι η διαμαρτυρία τους για τα κακώς κείμενα έπρεπε να προβληθεί με εκφραστικά μέσα έξω από τις κοινωνικές νόρμες και τις πολιτιστικές συμβάσεις. Ήθελαν να φτιάξουν μια αντι-τέχνη. Το όνομα του κινήματος επελέγη στο ίδιο πνεύμα: μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτα, πουμπορεί κανείς να της δώσει την ερμηνεία που επιθυμεί και να είναι απόλυτα στο πνεύμα του ντανταϊσμού.

Από τις πιο ξεχωριστές μορφές του κινήματος ήταν ο Γάλλος Marcel Duchamp: αναμφισβήτητα από τους καλλιτέχνες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον χώρο της τέχνης, ο Duchamp άλλαξε ριζικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε για το έργο τέχνης, αλλά και την παραγωγική του διαδικασία. Ξεκίνησε, αρχικά, με έργα ζωγραφικής εμπνευσμένα από τον Κυβισμό και τον Φουτουρισμό, αργότερα όμως επαναστάτησε και εισήγαγε τα λεγόμενα ready-mades, τα έτοιμα, βιομηχανικά προϊόντα.

Χαρακτηριστικό είναι το έργο του «Πριν από το σπασμένο χέρι»: ουσιαστικά το έργο είναι ένα φτυάρι, το οποίο ο Duchamp τοποθέτησε σε ένα μουσείο, λέγοντας ότι πρέπει να το δούμε και να το κατανοήσουμε μέσα από τη σφαίρα της αισθητικής. Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό το να παίρνεις ένα καθημερινό αντικείμενο και να του δίνεις διαφορετική ονομασία. Όμως, μια από τις αρχές του Νταντά ήταν να υπονομεύσει τον τρόπο με τον οποίο κοιτάμε και καταλαβαίνουμε την τέχνη. Μας έδειξε ότι ο κόσμος πια είναι χαοτικός και ότι οι καλλιτέχνες δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με αυτόν και γι' αυτό, δημιούργησαν αυτήν την αντι-τέχνη. Μπορούμε, ακόμη, να πούμε ότι ίσως δημιούργησαν και ένα αφήγημα, αν δούμε μαζί το φτυάρι και τον τίτλο του έργου.

Αναμφίβολα, το πιο φημισμένο έργο του είναι η «Κρήνη»: το έργο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ανδρικό ουρητήριο, το οποίο έχει τοποθετηθεί ανάποδα. Μάλιστα, το έχει υπογράψει ως 'R. Mutt 1917'. Το όνομα είναι ένα ειρωνικό παιχνίδι με την εταιρεία Mott's, η οποία είχε κατασκευάσει το αντικείμενο. Στη συνέχεια, το παρουσίασε στην Κοινότητα Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη, όπου ο καθένας που επιθυμούσε να εκθέσει τη δουλειά του, μπορούσε να την εκθέσει χωρίς κριτική επιτροπή, με μοναδικό αντίτιμο μια ετήσια συνδρομή. Παρ' όλ' αυτά, οι διοργανωτές της έκθεσης αρνήθηκαν να εκθέσουν την «Κρήνη» στην κατηγορία της γλυπτικής, αν και ο Duchamp υπήρξε ιδρυτικό μέλος της κοινότητας. Παρουσιάζοντας αυτό το ready-made (βιομηχανικό προϊόν), τα ερωτήματα που έθεσε ήταν παρόμοια με το προηγούμενο έργο: είναι τελικά απαραίτητη η χειρωνακτική εργασία του καλλιτέχνη; Τι ρόλο παίζει η αισθητική απόλαυση;  Μπορεί η τέχνη να είναι μόνο θεωρία και φιλοσοφία; Όταν μιλάμε για ποίηση, δε μας ενδιαφέρει το χαρτί ή το μελάνι, στα οποία έχει τυπωθεί το ποίημα, αλλά το τι μας λέει σε συναισθηματικό και διανοητικό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για αυτού του είδους την τέχνη: λειτουργεί καθαρά σε διανοητικό επίπεδο.

Τα συγκεκριμένα έργα τέχνης εγείρουν, επίσης, ερωτήματα σχετικά με τη χρηματική αξία της τέχνης: ο Duchamp θεωρούσε ότι η επιλογή που κάνει ο καλλιτέχνης ξεχωρίζει το ένα αντικείμενο από τα υπόλοιπα. Βέβαια, στις συλλογές του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, δεν βρίσκεται το πρωτότυπο, το αρχικό -ας πούμε- φτυάρι, αλλά η τέταρτη εκδοχή του, μιας και το αυθεντικό χάθηκε. Μπορείς, όμως, σε ένα τέτοιου είδους έργο να έχεις το αληθινό έργο τέχνης; Και γιατί αυτό το φτυάρι να πουληθεί για εκατομμύρια σε μια δημοπρασία, ενώ άλλα χίλια ίδια φτυάρια πωλούνται σε πολύ μικρότερες τιμές σε μαγαζιά με είδη κήπου;

Ο Duchamp, λοιπόν, ήθελε να σχολιάσει με κυνικό τρόπο την αγορά έργων τέχνης και να μας προκαλέσει να σκεφτούμε τι θεωρούμε τέχνη: έχει σημασία μόνο η πρακτική της δημιουργίας ενός έργου τέχνης ή, ακόμη περισσότερο, η ιδέα πίσω από ένα έργο τέχνης; Εν τέλει, ο Duchamp πίστευε ότι τέχνη είναι ουσιαστικά, αυτό που μας προκαλεί να δούμε τον κόσμο διαφορετικά. Και χάρη σε αυτόν και στο ευρύτερο κίνημα του Νταντά, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για την Pop, αλλά και για τη σύγχρονη τέχνη.  

Αναστασία Μανιουδάκη

Διεθνείς εκθέσεις για την εκατονταετηρίδα

Αναγνωρίζοντας τη σημασία που είχε το κίνημα του Νταντά για την εξέλιξη της τέχνης στον 20ό αιώνα, μουσεία και αίθουσες τέχνης διεθνώς αφιερώνουν φέτος εκθέσεις στα 100 χρόνια από την ίδρυση του Νταντά: το Πανεπιστήμιο του Yale παρουσιάζει στην αίθουσα τέχνης του, έως τις 3 Ιουλίου, την έκθεση “Everything is Dada”, με έργα των Jean (Hans) Arp, Marcel Duchamp, George Grosz, Francis Picabia, Man Ray, Kurt Schwitters, Sophie Taeuber- Arp και Beatrice Wood, μαζί με μία σειρά από εκπαιδευτικά προγράμματα, που εμπνέονται από τα έργα και έρχονται σε διάλογο με αυτά. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ), στη συλλογή του οποίου βρίσκονται σημαίνοντα έργα Ντανταϊστών, δεν θα μπορούσε να μην αποτίσει φόρο τιμής στο κίνημα του Νταντά, και έτσι, θα παρουσιάσει, από τις 12 Ιουνίου έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016, την έκθεση “Dadaglobe Reconstructed”: η έκθεση αυτή έχει παρουσιαστεί ήδη στο Kunsthaus Zurich και συγκεντρώνει πάνω από 100 έργα του “Dadaglobe”, του απραγματοποίητου magnum opus του Tristan Tzara, το οποίο ήταν να εκδοθεί το 1921 ως όχι απλώς μια καταγραφή των πιο σημαντικών ντανταϊστικών έργων εκείνης της εποχής, αλλά ακόμη περισσότερο ως ένας οδηγός για τη δημιουργία νέων έργων. Φυσικά, από την αρχή του έτους, η πόλη της Ζυρίχης, όπου γεννήθηκε το κίνημα του Νταντά, έχει διοργανώσει ένα εύρος εκδηλώσεων και εκθέσεων, που παρουσιάζουν την πορεία του κινήματος, καθώς και τους χώρους που συνδέθηκαν άμεσα με αυτήν, όπως το Cabaret Voltaire στην οδό Spiegelgasse.

Και στην Ελλάδα;

Καθώς το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) εξακολουθεί να παραμένει κλειστό και τα υπόλοιπα μουσεία σύγχρονης τέχνης της χώρας σε μεγάλο βαθμό εσωστρεφή, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι, -μέχρι στιγμής τουλάχιστον-, δεν έχει ανακοινωθεί κάποια έκθεση για το Νταντά. Κι όμως, το κίνημα επηρέασε σημαντικά την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή, όπως μαρτυρά η ίδρυση του Θεσσαλονικιώτικου ΜΕΤΑ-Νταντά κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του '90, στο πλαίσιο των πειραματισμών της «Φωτογραφικής Ομάδας Τριανδρίας», γνωστής σήμερα ως Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Στα πιο πρόσφατα παραδείγματα συγκαταλέγονται ο Δημοσθένης Αγραφιώτης, ο οποίος επιτέλεσε την performance “N-O-B-O-D-Y” τον Απρίλιο στο Cabaret Voltaire στη Ζυρίχη, στα πλαίσια των εορτασμών της εκατονταετηρίδας του Νταντά, αλλά και ο Πάνος Παπαδόπουλος, ο οποίος είναι ιδρυτικό μέλος της DaDaDa Academy, μιας περιοδεύουσας καλλιτεχνικής πλατφόρμας που ξεκίνησε το 2009 από τη βιεννέζικη αβάν-γκαρντ και επικεντρώνει τις δράσεις της στην αποδόμηση των οπτικών, γλωσσικών και επιτελεστικών μοτίβων, μέσα από εικαστικές και ηχητικές εγκαταστάσεις, που συνδυάζονται με την ποίηση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι για τους Έλληνες δημιουργούς είναι πάντα επίκαιρο το ερώτημα: είναι άραγε το σύστημα αυτό το οποίο δημιουργεί την (εικαστική) γλώσσα;

Αννίτα Αποστολάκη