Η εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα ΑΕΙ και η συζήτηση για τον επανασχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη, που ακολούθησε την ανακοίνωση των φετινών εισαχθέντων, δεν έπεσε ως ...κεραυνός εν αιθρία στα πανεπιστήμια της χώρας μας και η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το θέμα δε θα πρέπει να μας περισπά από την πραγματικότητα.
Η εισαγωγή της ΕΒΕ λειτούργησε ως ένας καθρέφτης, μία απεικόνιση των προβλημάτων και αναγκών, τόσο της δευτεροβάθμιας, όσο και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως χωρίς καθρέφτη δε θα μπορούσαμε να δούμε το πρόσωπό μας, έτσι χωρίς την ΕΒΕ εδώ και δεκαετίες βλέπαμε διάφορα παράδοξα, βιώναμε τις αρνητικές συνέπειες προβλημάτων, όπως ο πολλαπλασιασμός των «αιωνίων» φοιτητών, αλλά δεν εντοπίζαμε τις ουσιαστικές αδυναμίες, ώστε να παρέμβουμε και να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα.
Η συμμετοχή -για πρώτη φορά- των πανεπιστημίων μέσω των τμημάτων τους στη διαμόρφωση των βάσεων εισαγωγής απάντησε σε ένα πάγιο αίτημα πολλών χρόνων, ενισχύοντας την αυτονομία των ΑΕΙ και τη δυνατότητα κάθε τμήματος να διαμορφώσει την ιδιαίτερη ακαδημαϊκή του φυσιογνωμία. Αυτό, άλλωστε, φάνηκε και από τη συνολική θετική τοποθέτηση της Συνόδου των Πρυτάνεων.
Μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής ο δημόσιος διάλογος αναλώθηκε κυρίως σε τμήματα της περιφέρειας που έμειναν χωρίς ή με ελάχιστους εισαχθέντες, με πιο πολυσυζητημένη περίπτωση εκείνη της Αρχιτεκτονικής του ΔΠΘ. Τώρα, όμως, όλες οι διοικήσεις των πανεπιστημίων καλούμαστε να αποτιμήσουμε την εφαρμογή της ΕΒΕ σε κάθε μας τμήμα. Με σύνεση, λογική και ρεαλισμό, ώστε χωρίς ταμπού και με συγκροτημένη άποψη να καταθέσουμε τις επόμενες εβδομάδες μία τεκμηριωμένη πρόταση για τον επανασχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη, όπως μας έχει ζητηθεί από το υπουργείο Παιδείας.
Η αναδιάταξη αυτή είναι κάτι καθαρά ακαδημαϊκό, θα το κάνουν τα πανεπιστήμια, δε θα το κάνουν τα κόμματα, ή η κυβέρνηση. Αυτό, όμως, μας θέτει και προ των ευθυνών μας, ώστε να μη βάλουμε τρικλοποδιά στον εαυτό μας. Η λογική του «μικρόκοσμου» κάθε ΑΕΙ και κάθε τμήματος όπου «εμείς ξέρουμε καλύτερα, γιατί είμαστε στον δικό μας κόσμο και δε υπάρχει κανένας καλύτερος», είναι απλά κοντόφθαλμη, ξεπερασμένη, αλαζονική, αντιπαραγωγική, διαιωνίζει μια στρεβλή πραγματικότητα και σαμποτάρει τις προοπτικές των πανεπιστημίων. Είναι ώρα να τοποθετηθούμε ακαδημαϊκά, με προτάσεις ουσιαστικές και ρεαλιστικές.
Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο ως ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας δεν είναι ένας αποστειρωμένος χώρος, αποκομμένος από τις αλλαγές που συντελούνται στην πραγματική ζωή. Τουναντίον βασική αποστολή του είναι να αφουγκράζεται τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και να μετεξελίσσεται, ώστε να απαντά σε αυτές αποτελεσματικά. Ζητούμενο δεν είναι απλώς να προσφέρουμε γνώση στους φοιτητές μας, αλλά αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο να είναι έτοιμοι και καταρτισμένοι με δεξιότητες, που η αγορά εργασίας έχει ανάγκη προκειμένου να τους αξιοποιήσει, προκειμένου να τους δώσει την ευκαιρία να μείνουν στη χώρα, να δημιουργήσουν εδώ, να συνεισφέρουν στην κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου.
Αυτό λοιπόν είναι δική μας ευθύνη. Τα προγράμματα σπουδών μας δεν μπορούν να μην λαμβάνουν υπόψη τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της ζωής, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις, που αλλάζουν τα ίδια τα επαγγέλματα. Ήδη τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών έχουν προσαρμοστεί στη νέα αυτή πραγματικότητα. Οφείλουμε, λοιπόν, να δούμε πώς θα αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο το έμψυχο δυναμικό και τις υποδομές που διαθέτουμε, ώστε να μη βρεθούμε αποκομμένοι από την κοινωνία και τις ανάγκες της και να δηλώνουμε μετά έκπληκτοι από τις επιλογές των υποψηφίων.
*Ο Νίκος Παπαϊωάννου είναι Πρύτανης του ΑΠΘ