Η Τουρκία βρίσκεται ενόψει μιας μεγάλης νομισματικής κρίσης αναφέρει η Capital Economics, σημειώνοντας πως η χώρα θα αναγκαστεί να επιβάλλει capital controls, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποτίμηση της λίρας.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της, η λίρα έχει υποχωρήσει περίπου 15% έναντι του δολαρίου από τις αρχές Μαΐου και αναμένεται «ακόμη μεγαλύτερη αδυναμία από ό,τι στο παρελθόν», επισημαίνοντας τους λόγους για τους οποίους δεν είναι βιώσιμη η σταθερότητα της.
- Το εξωτερικό περιβάλλον για τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών γενικά έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η όρεξη για ρίσκο έχει βυθιστεί με τον S&P500, για παράδειγμα, να υποχωρεί τώρα περισσότερο από 20% κάτω από τα υψηλά στην αρχή του 2022.
- Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες συνεχίζουν παγκοσμίως να γίνονται πιο «σφικτές» και οι τιμές των εμπορευμάτων παρέμειναν πολύ υψηλές, επιβαρύνοντας τα νομίσματα των καθαρών εισαγωγέων όπως η Τουρκία.
- Η τεράστια έκταση της πρόσφατης υποαπόδοσης της λίρας υποδηλώνει ότι οι αστάθμητοι παράγοντες παραμένουν ο κυρίαρχος μοχλός για το νόμισμα. Εξάλλου, παρά το επιδεινούμενο εξωτερικό σκηνικό, η εσωτερική πολιτική συνεχίζει να ακολουθεί την ίδια ανορθόδοξη προσέγγιση του «νέου οικονομικού μοντέλου».
Πράγματι, ο Πρόεδρος Ερντογάν επανέλαβε τη δέσμευσή του την περασμένη εβδομάδα, λέγοντας ότι η Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκια αντί να τα αυξήσει.
Αυτό συμβαίνει καθώς ο πληθωρισμός ξεπερνά το 70% και τα στοιχεία συνεχίζουν να υποδεικνύουν ισχυρή οικονομική δραστηριότητα.
«Το αποτέλεσμα είναι ότι πιστεύουμε ότι ο κίνδυνος να παγιωθεί ο πληθωρισμός σε υψηλό επίπεδο αυξάνεται και αναμένουμε ότι τα πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν βαθιά αρνητικά για αρκετό καιρό ακόμη» αναφέρει η έκθεση.
Αυτό πάντως υπονομεύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Τουρκίας και αυξάνει την πίεση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δεδομένου ότι το ισοζύγιο έχει ήδη εκραγεί, μπορεί να χρειαστεί υποτίμηση της λίρας για τη μείωση του REER και την άμβλυνση της πίεσης στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτός ο συνδυασμός ενός επιδεινούμενου εξωτερικού περιβάλλοντος και της τήρησης του νέου οικονομικού μοντέλου έχει αυξήσει τα ασφάλιστρα κινδύνου στα τουρκικά περιουσιακά στοιχεία.
«Τα σημάδια αύξησης των γεωπολιτικών κινδύνων στην Τουρκία τις τελευταίες εβδομάδες συνέβαλαν επίσης σε αυτά τα αυξανόμενα ασφάλιστρα κινδύνου. Έχουν προκύψει τριβές μεταξύ της Τουρκίας και του υπόλοιπου ΝΑΤΟ σχετικά με την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, ενώ οι εντάσεις με την Ελλάδα κλιμακώθηκαν αφότου ο Πρόεδρος Ερντογάν κατηγόρησε τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι προσπαθεί να εμποδίσει την πώληση αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία. Δεν θα αποκλείαμε περαιτέρω αυξήσεις στα ασφάλιστρα κινδύνου σε περίπτωση νέας άτακτης πτώσης της λίρας ή ενδείξεων μετάδοσης σε άλλους τομείς της οικονομίας» τονίζει η Capital Economics.
Ομολογουμένως, αναφέρει η έκθεση, ορισμένα μέτρα που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα ισοδυναμούν με νομισματική σύσφιξη – για παράδειγμα, η αύξηση των υποχρεωτικών αποθεματικών για ορισμένες τράπεζες θα συμβάλει στην εξάλειψη της ζήτησης από την οικονομία και στην άμβλυνση των ανοδικών πιέσεων στις τιμές.
Πάντως, τέτοια μέτρα δεν έχουν την αποτελεσματικότητα των συμβατικών εργαλείων πολιτικής, όπως οι αυξήσεις επιτοκίων. Εν τω μεταξύ, τα μέτρα πολιτικής που στοχεύουν στη «λιρο - ποίηση» φαίνεται να εξαντλούνται, με τις τραπεζικές καταθέσεις σε συνάλλαγμα να μην πέφτουν πλέον.
«Συνολικά, πιστεύουμε ότι η ισορροπία των παραγόντων οδηγεί σε σημαντική περαιτέρω υποτίμηση έναντι του δολαρίου. Προβλέπουμε ότι η ισοτιμία δολαρίου/λίρας θα μειωθεί ακόμη περίπου 40% φέτος, από 17,2/δολάρια επί του παρόντος σε 24 μέχρι το τέλος του 2022 (ήταν 18 στο παρελθόν).
Υποψιαζόμαστε ότι η λίρα μπορεί να εξασθενήσει περαιτέρω το πρώτο εξάμηνο του 2023, ίσως στα 26 δολάρια περίπου. Η υπόθεση εργασίας μας είναι ότι η αντιπολίτευση θα κερδίσει τις εκλογές στα μέσα του 2023 (όπως δείχνουν σήμερα οι δημοσκοπήσεις), ανοίγοντας το δρόμο για την Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει επιθετικά τα επιτόκια. Σε ένα τέτοιο σενάριο, προβλέπουμε ότι η λίρα θα ανακάμψει στα 24 δολάρια έως το τέλος του 2023 και στα 20 δολάρια» καταλήγει η έκθεση.