Η βασική επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου ήταν, μετά την ανάπαυλα των ημερών του Πάσχα, να κάνει πρώτο την επόμενη κίνηση στην πολιτική σκακιέρα και από μια ακραία πολιτική αντιπαράθεση, που τους τελευταίους δύο μήνες επικεντρώθηκε στο θέμα των Τεμπών, να διαμορφώσει μια νέα ατζέντα, που θα σημάνει για την κυβέρνηση τη λεγόμενη «φυγή προς τα εμπρός».
Οι ανακοινώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη από την Τρίτη του Πάσχα με τα μόνιμα μέτρα στήριξης προς ενοικιαστές και χαμηλοσυνταξιούχους, στον απόηχο της υπεραπόδοσης των πλεονασμάτων της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η προαναγγελία ενός μεγάλου πακέτου νέων μέτρων, που θα εξαγγελθούν τον Σεπτέμβριο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και θα έχουν στο επίκεντρο τις φοροελαφρύνσεις και τη μεσαία τάξη, έδωσαν στο κυβερνητικό επιτελείο τη δυνατότητα να επιστρέψει την πολιτική συζήτηση στο πεδίο της οικονομίας, πεδίο στο οποίο έχει να επιδείξει απτά αποτελέσματα, αλλά και τη δυνατότητα να καλλιεργήσει προσδοκίες.
Παράλληλα, το μπαράζ επισκέψεων του πρωθυπουργού σε υπουργεία «πρώτης γραμμής», όπως το πολιτικής προστασίας, ενόψει της αντιπυρικής περιόδου και της παιδείας, που αγγίζει το σύνολο της κοινωνίας, όπως και οι ανακοινώσεις για νέες προσλήψεις γιατρών και εκπαιδευτικών, επανάφεραν στο προσκήνιο το κυβερνητικό έργο σε θέματα της καθημερινότητας, στα οποία η κυβέρνηση επενδύει.
Αυτό το μείγμα πολιτικών και τα αποτελέσματα τα οποία το Μέγαρο Μαξίμου ευελπιστεί ότι θα καταγραφούν στα επόμενα δύο χρόνια, αποτελούν και τη βάση πάνω στην οποία θα «χτιστεί» το δίλημμα των επόμενων εθνικών εκλογών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το δίλημμα «ακυβερνησία ή σταθερότητα» αποκτά για τα κυβερνητικά στελέχη υπόσταση, δεδομένων της «φωτογραφίας της στιγμής», που καταγράφουν τα δημοσκοπικά ευρήματα. Μπορεί αυτή την ώρα, κανένα κόμμα να μην διεκδικεί την πρωτιά από τη Νέα Δημοκρατία, το κυβερνών κόμμα, όμως, βρίσκεται μακριά από το ποσοστό του 36%, του μίνιμουμ ποσοστού, δηλαδή, που δίνει, σύμφωνα με τα σενάρια των εκλογολόγων, την αυτοδυναμία της διακυβέρνησης.
Η επίτευξη αυτοδύναμης κυβέρνησης αποτελεί σταθερό στόχο του κ. Μητσοτάκη, όπως ο ίδιος, άλλωστε, το περιγράφει σε κάθε του δημόσια τοποθέτηση. Ακόμη κι αν δεν ήταν, όμως, σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη, τα περιθώρια συνεργασιών είναι μηδαμινά.
Αφενός, γιατί ο ίδιος έχει αποκλείσει το σενάριο συνεργασίας με κόμματα εκ δεξιών της ΝΔ, αφετέρου διότι το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο η ΝΔ έχει συνεργαστεί στο παρελθόν, έχει αποκλείσει με τη σειρά του το ενδεχόμενο να επαναληφθεί μια συγκυβέρνηση τύπου Σαμαρά-Βενιζέλου, στο μέλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, στο κυβερνητικό επιτελείο σημειώνουν ότι η αυτοδυναμία είναι προϋπόθεση για να παραμείνει η Νέα Δημοκρατία στη διακυβέρνηση της χώρας.
Στην επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, μπαίνει πλέον και η ενδεχόμενη εναλλακτική πρόταση. Με δεδομένο ότι όλες οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν στη δεύτερη θέση την Πλεύση Ελευθερίας, στην τρίτη θέση το ΠΑΣΟΚ και στην πέμπτη τον ΣΥΡΙΖΑ, από την κυβέρνηση «καλλιεργούν» την εικόνα αυτών των τριών κομμάτων, ως του άλλου «πόλου», υπενθυμίζοντας τη «σύμπραξή» τους για την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης τον περασμένο Μάιο.
Μόλις προχθές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε χαρακτηρίσει τη Ζωή Κωνσταντοπούλου ως «θηλυκό Βαρουφάκη» και το Νίκο Ανδρουλάκη «παρακολούθημα» της επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας, δίνοντας τον τόνο της πολιτικής κριτικής, που θα ακολουθήσει.
Με εκπεφρασμένη πλέον, την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ηγηθεί της Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές, διεκδικώντας τρίτη θητεία, η βασική στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου θα είναι στο εξής η σύγκριση μεταξύ του παραγόμενου κυβερνητικού έργου, εμμένοντας κυρίως σε οικονομία και κρίσιμους τομείς της καθημερινότητας και της αξιοπιστίας των προτάσεων, που η αντιπολίτευση καταθέτει, με το μείζον ερώτημα που θα διατυπώνεται να περιλαμβάνει τη συνέχιση των κυβερνητικών πολιτικών, που οδηγούν, όπως θα επισημαίνουν κυβερνητικά στελέχη, σε απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα και θα βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών ή του κινδύνου αυτή η πορεία να ανακοπεί, με άγνωστη την «επόμενη ημέρα».