Τη σημαντική πρόοδο που σημειώνουν οι ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τη μείωση των κινδύνων και τη γενικότερη αναδιάρθρωσή τους σε πορεία παράλληλη με την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, επισημαίνει σε σημερινή της έκθεση η DBRS. Ο πρώην καναδικός και πλέον αμερικανικός – μετά την εξαγορά της DBRS από την Morningstar, οίκος αξιολόγησης σχολιάζει τα αποτελέσματα της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank, της Alpha Bank και της Τρ. Πειραιώς τονίζοντας τη βελτίωση των μεγεθών τους αλλά προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι το θετικό momentum αναμένεται να εξασθενήσει εξαιτίας της επιβράδυνσης της οικονομίας.
Οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη της τάξης των 2,3 δισ. ευρώ στο α’ εξάμηνο του 2022, μέγεθος που συγκρίνεται με καθαρές ζημιές ύψους 4 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του 2021, με ώθηση από τα υψηλότερα έσοδα, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και τα μειωμένα πιστωτικά κόστη.
Τα έσοδα «κράτησαν» σε ικανοποιητικά επίπεδα παρά τις συνεχείς πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους λόγω του de-risking, ενισχυμένα από τα καθαρά έσοδα από προμήθειες, συναλλαγές και από άλλες πηγές. Η αύξηση στα επιτόκια αναμένεται να δώσει ώθηση στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των ελληνικών τραπεζών λόγω του ταχύτερου repricing του ενεργητικού σε σύγκριση με το παθητικό.
Αφού επηρεάστηκαν πολύ αρνητικά από την επιτάχυνση της μείωσης των κόκκινων δανείων το 2020 και το 2021, τα κεφάλαια άρχισαν ξανά να αναπτύσσονται στο α’ εξάμηνο του 2022, υποστηριζόμενα τόσο από οργανικούς όσο και από άλλους παράγοντες.
«Με το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας εξυγίανσης των δανειακών χαρτοφυλακίων να έχει ήδη απορροφηθεί, εκτιμούμε ότι η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών θα ωφεληθεί από τη βελτιωμένη εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου, με τη στήριξη των αυξημένων εσόδων στο πλαίσιο των σταδιακά υψηλότερων επιτοκίων και της χορήγησης υγιών νέων δανείων, καθώς και από τα μειωμένα πιστωτικά κόστη. Εντούτοις, οι έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία ενδέχεται να συμβάλλουν στην επιβράδυνση της οικονομίας και να ασκήσουν επιπρόσθετες πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού μεσοπρόθεσμα, απορροφώντας έτσι μέρος από το θετικό momentum», σημειώνει ο αναλυτής του οίκου Αντρέα Κονστάντσο.