Τα δημοσιεύματα κατά των τραπεζών συνεχίζονται. Με αυτά που διαβάζουμε, συμπεραίνουμε πως μόνο το Δημόσιο στήριξε το τραπεζικό σύστημα μέσω των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων. Και πως τελικά οι τράπεζες δωρήθηκαν στους ιδιώτες.
Επειδή όμως οφείλουμε να τοποθετούμε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, θα πρέπει να τονιστεί πως κατά τη διάρκεια των ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών, χάθηκαν πολλά χρήματα όχι μόνο από τη συμμετοχή του Δημοσίου μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και από την πλευρά των θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών, που συμμετείχαν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.
Ποια ήταν η φιλοσοφία και το ζητούμενο πίσω από τις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις; Ήταν η ανάγκη κεφαλαιακής στήριξης, σε μια στιγμή που οι τράπεζες λόγω των κινδύνων που είχαν προκύψει από την πτώχευση του ελληνικού Δημοσίου είχαν αξία σχεδόν μηδενική. Με βάση τις αρχικές εκτιμήσεις, το Δημόσιο θα αποκόμιζε κέρδη όταν οι τράπεζες θα ξαναέβρισκαν τον βηματισμό τους και το ΤΧΣ θα πωλούσε με κέρδος τις μετοχές του στο ευρύ επενδυτικό κοινό.
Με αυτήν τη λογική στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση πέρα από το Δημόσιο, είχαν συμμετάσχει θεσμικοί και ιδιώτες επενδυτές μέσω warrants. Στις αγορές μέχρι τότε, όλοι γνωρίζαμε τα αμερικανικά warrants, τα οποία εξασκούνται οποιαδήποτε στιγμή από την ημέρα της έκδοσής τους ως την ημερομηνία της λήξης τους. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος οι επενδυτές ανάλογα με τις εξελίξεις στις αγορές αποφασίζουν το πότε θα ασκήσουν τα δικαιώματα της μετατροπής τους σε μετοχές. Γνωρίζαμε επίσης τα ευρωπαϊκά warrants, τα οποία εξασκούνται μόνο κατά τη λήξη τους, οπότε οι κάτοχοί τους γνωρίζουν ακριβώς το πότε θα τα εξασκήσουν.
Στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση είχε επιλεγεί η έκδοση warrants, τύπου Bermuda. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, οι επενδυτές είχαν τη δυνατότητα να εξασκήσουν το δικαίωμα αγοράς μετοχών μέσω των warrants σε συγκεκριμένες ημερομηνίες ανά εξάμηνο. Εκδότης αυτών των warrants ήταν το ΤΧΣ.
Δυστυχώς, το πείραμα των Bermuda warrants δεν τα πήγε καλά και τα warrants μηδένισαν την τιμή τους μέχρι το 2017. Με αποτέλεσμα οι μεν επενδυτές να δουν τα κεφάλαιά τους να εξαϋλώνονται, καθώς το warrant της Εθνικής Τράπεζας από τα 6,82 ευρώ πήγε στο μηδέν, μαζί με το warrant της Alpha Bank από το 1,45 ευρώ και το warrant της Τράπεζας Πειραιώς από το 0,89 ευρώ. Παράλληλα το ΤΧΣ δεν κατάφερε να μεταβιβάσει τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών σε ιδιώτες κατά τη διάρκεια της ζωής των warrants.
Εκ των πραγμάτων φάνηκε πως και στις δυο πρώτες ανακεφαλαιοποιήσεις είχαν υποεκτιμηθεί οι κίνδυνοι από την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που είχε αρχίσει να παράγει η κρίση χρέους και η παρουσία ύφεσης από το 2009.
Στη δε τρίτη ανακεφαλαιοποίηση του 2015 το ΤΧΣ συμμετείχε με όσο το δυνατόν χαμηλότερα από τα διαθέσιμα -γι’ αυτόν τον σκοπό- κεφάλαια μετά από συνειδητή επιλογή της τότε κυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου. Προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία στους συμμετέχοντες ξένους επενδυτές να αποκτήσουν ένα στρατηγικό προβάδισμα. Η τρίτη κεφαλαιακή ενίσχυση είχε κριθεί απαραίτητη μετά τον εκτροχιασμό της οικονομίας και ειδικά του τραπεζικού συστήματος. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2014 επικρατούσε διάχυτη αισιοδοξία στην τραπεζική αγορά, αφού το σύνολο των τότε κεφαλαίων είχε καλυφθεί από ξένους επενδυτές. Ωστόσο, το 2015, οι τράπεζες έπρεπε πάση θυσία να ολοκληρώσουν νέες αυξήσεις μέσα στο έτος, καθώς αν η διαδικασία αναβάλλονταν για το 2016 υπήρχε κίνδυνος να τεθεί ξανά θέμα «κουρέματος» καταθέσεων. Και γι’ αυτό οι τιμές της ανακεφαλαιοποίησης είχαν διαμορφωθεί σε επίπεδα που απείχαν μόλις μια ανάσα από το μηδέν.
Παρ’ όλα αυτά, το 2021 τόσο η Alpha Bank, όσο και η Τράπεζα Πειραιώς αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και η Eurobank σε ένα γενναίο εταιρικό μετασχηματισμό, για να ανταπεξέλθουν στις νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις των ημερών.
Επομένως, ο ρητός σκοπός του ΤΧΣ που σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν από την πρώτη στιγμή «η διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με σκοπό την πειστική επίτευξη μιας συμπαγούς κεφαλαιακής βάσης που να μπορεί να απορροφήσει πλήρως τις ζημίες του», συμπληρώθηκε και με τη συμμετοχή σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων. Και σαν αποτέλεσμα η ιδιωτική συμμετοχή στις ανακεφαλαιοποιήσεις στο σύνολο της, εξακολουθεί να είναι ζημιογόνος.