Έχει αποδειχθεί ότι ο βασικός παράγοντας που οδηγεί τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων είναι οι προσδοκίες της αγοράς για την επικείμενη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πρωτίστως η πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας που αφορά στο νόμισμα έκδοσης του οποιουδήποτε εξεταζόμενου κρατικού ομολόγου, και δευτερευόντως εκείνη των υπολοίπων Κεντρικών Τραπεζών παγκοσμίως, εστιάζοντας είτε στις ευρισκόμενες στις μεγαλύτερες οικονομίες, είτε στις ευρισκόμενες στις οικονομίες που συνδέονται εμπορικά με το υπό μελέτη ομόλογο. Επί παραδείγματι, η απόδοση του κρατικού ομολόγου της Ελλάδας επηρεάζεται από τις προσδοκίες της αγοράς αφενός για την επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ, αφετέρου για την επιτοκιακή πολιτική των υπολοίπων Κεντρικών Τραπεζών, με κυριότερη αναφορά σε αυτήν των ΗΠΑ (FED), της Ιαπωνίας (BoJ) και του ΗΒ (BoE).
Αυτό φαντάζει λογικό, καθώς ο παίκτης που καθορίζει την πορεία των επιτοκίων στο σύνολο της οικονομίας είναι η Κεντρική Τράπεζας, με έναν μηχανισμό που εκφεύγει μεν του παρόντος άρθρου, ωστόσο σχετίζεται σε αδρές γραμμές με την αγορά (ή την πώληση) ομολόγων (χρέους) για την παροχή ρευστότητας, παράλληλα με διάφορα άλλα εργαλεία μικρότερης («εξισορροπητικής») χρησιμότητας.
Η λέξη κλειδί στην ανάλυση αυτή είναι η «προσδοκία». Με δεδομένο ότι ούτως ή άλλως ο επενδυτικός κόσμος λειτουργεί με την προεξόφληση γεγονότων ή καταστάσεων, είναι φυσικό επακόλουθο οι τοποθετήσεις, άρα και η πορεία των τιμών των επενδυτικών οχημάτων να κινείται ταχύτερα από τα τελικά σχεδιασμένα γεγονότα ή καταστάσεις. Επί του παρόντος, μόλις η αγορά μετρήσει καλές πιθανότητες για μια κατεύθυνση του ύψους του επιτοκίου της Κεντρικής Τράπεζας, αποφασίζει αντίστοιχα για τη μοίρα των ομολόγων της, χωρίς να περιμένει την τελική έκβαση.
Μιλώντας γενικά, το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας συσχετίζεται θετικά με το επιτόκιο κουπονιού των ομολόγων, η μεταβολή του επιτοκίου επηρεάζει αρνητικά την τιμή του ομολόγου και η τιμή του ομολόγου αντίστοιχα αρνητικά την απόδοση αυτού. Όσο αυξάνονται τα επιτόκια της ΚΤ, τόσο οι επενδυτές ενδιαφέρονται για τις νέες εκδόσεις ομολόγων που θα έχουν υψηλότερο επιτόκιο κουπονιού, άρα αποστρέφονται τις παλαιότερες εκδόσεις, με αποτέλεσμα να πέφτει η τιμή τους, άρα να αυξάνεται η απόδοσή τους (απόδοση στη λήξη, ΥΤΜ).
Δυστυχώς, ο απλός αυτός μηχανισμός δεν εμφανίζεται όταν η Κεντρική Τράπεζα αυξομειώσει τα επιτόκια, αλλά όταν η ανακοινώσει στόχους για την αυξομείωση αυτή στο μέλλον, ή ακόμα και νωρίτερα, όταν η κατάσταση στην οικονομία προδιαθέτει μια τέτοια ανακοίνωση εκ μέρους της. Εξ ου και η ανάγκη των επενδυτών να παρακολουθούν κατά μόνας τις εξελίξεις και να κρίνουν το δυνατόν ταχύτερα και ορθολογικά εάν επέρχεται κάποια μεταβολή, ώστε να δράσουν κατά περίπτωση υπέρ των συμφερόντων τους.
Στην τρέχουσα περίοδο, τα επιτόκια των Κεντρικών Τραπεζών αλλά και οι αποδόσεις των ομολόγων είναι μηδενικές. Αυτό οφείλεται κατά βάση στην επιτυχία της τελευταίας δεκαετίας της ανακάλυψης του μηχανισμού χαλιναγώγησης του εγχώριου πληθωρισμού.
Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τη γενική εικόνα.
Τα παραπάνω αναγιγνώσκονται διπλά. Αφενός, οι χαμηλότατες αποδόσεις σε συνδυασμό με τον εξαιρετικά χαμηλό σχετικό συστημικό κίνδυνο οδηγούν τα κεφάλαια εκτός ομολογιακής αγοράς, και δη στην αγορά μετοχικών τίτλων. Ειδικότερη περίπτωση είναι αυτή των ΗΠΑ, καθώς ο υψηλότερος της μέσης απόδοσης πληθωρισμός εμποδίζει επενδύσεις σταθερού εισοδήματος, σε αντίθεση με την -κατά γενική ομολογία- χώρα υποδοχής κεφαλαίων, την Κίνα. Αυτό είναι μια κεντρική απόδειξη ότι η οικονομία παγκοσμίως θα συνεχίσει να μεγεθύνεται, ενώ και οι θεμελιώδεις αρχές μακροοικονομίας υπερθεματίζουν στην άποψη ότι οι χρηματαγορές δεν έχουν λόγο να σταματήσουν την ανοδική τους κίνηση, έχοντας αρωγό και το θετικό κλίμα λόγω της ανακάλυψης εμβολίων που θα επιταχύνουν την επιστροφή σε μια νέα «κανονικότητα».
Αφετέρου, και επιστρέφοντας στην ημεδαπή ανάλυση, οι ανώτατες ομολογιακές αποδόσεις της Ελλάδος συγκριτικά με το ύψος του πληθωρισμού, παράλληλα με την εγχώρια εξαιρετική συμπεριφορά της χρηματαγοράς προσώρας, ενισχύουν την πεποίθηση ότι θα συνεχίσουν οι υπεραποδόσεις μας. Τούτο επιρρωνύεται και εκ της κλαδικής προσέγγισης, καθώς οι υπέρογκες μετακινήσεις κεφαλαίων και χρηματοδοτήσεις -ενδεικτικά- σε ΑΠΕ, κατασκευές και τεχνολογία μάλλον ευνοούν αρχικά τις εισηγμένες που επιχειρούν σε τέτοιους κλάδους, και έπειτα το σύνολο των υπολοίπων, μέσω του πολλαπλασιαστικού μηχανισμού διάχυσης.
Μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της οικονομίας μας, και συγκρίνει αυτό με το μέγεθος των υπό μετακίνηση επενδυτικών κεφαλαίων, θα αντιληφθεί πόσο πιθανό είναι να υπάρξουν -θετικές επί τούτου- υπερβολές. Εξάλλου, με οδηγό την «προσδοκία», οι έως τώρα αποδόσεις μεταφράζονται απλά ως η κορυφή του παγόβουνου, και έως ότου εμφανισθούν τα τελικά αποτελέσματα, η χρηματαγορά θα έχει ήδη κινηθεί προεξοφλητικά σε υψηλότερες αποδόσεις, όπως συνήθως κάνει.