«…Για τους παλιούς Αθηναίους ένα ήταν το Μουσείο», σημειώνει ο σπουδαίος αθηναιογράφος της «Καθημερινής» Νίκος Βατόπουλος. «Και όταν έλεγαν ‘‘Μουσείο’’ εννοούσαν το Εθνικό Αρχαιολογικό που έδωσε το όνομά του στην περιοχή, και έγινε το ‘‘Μουσείο’’ με τους ωραίους δρόμους του μια γειτονιά περιζήτητη. Γέμισαν τα στενά και οι δρόμοι πίσω, κάτω και στο πλάι του Μουσείου με αρχοντικά σπίτια και ωραίες πολυκατοικίες, γέμισε το Μουσείο με αστική ζωή του 1920, και του 1930, και του 1940 και του 1950.
Ένας συμπυκνωμένος 20ος αιώνας ακόμη αναπνέει γύρω από την κιβωτό του 19ου, ένας κόσμος που ως τα πρόσφατα χρόνια ήταν ευανάγνωστος και συντεταγμένος και που με τα χρόνια απέκτησε στρώσεις μνήμης και ζήτησε διαφορετικά εργαλεία για την κατανόησή του. Μια περιδιάβαση σε τοπία του χθες και του σήμερα, με ένα υβριδικό βλέμμα στις διαστρωματώσεις και τις διασταυρώσεις του αστικού αποθέματος, με εμμονή στις παλιές φωτογραφίες, στις επιδερμίδες των κτηρίων, στις μεσοπολεμικές πολυκατοικίες, στη θερμή πατίνα του ’50 και του ’60, στον απόηχο της μικρής Αθήνας και της σημερινής χαοτικής μητρόπολης».
Το “Μουσείο” λοιπόν κρύβει ένα καλά κρυμμένο μυστικό: Τον ωραιότερο κήπο της πρωτεύουσας που περιβάλλεται από σπάνιους θησαυρούς (ανάμεσά τους και το ψηφιδωτό της «Μέδουσας»), ακριβώς στην καρδιά του συγκροτήματος. Έχοντας στην «ποδιά» του αυτόν τον κήπο, ο Νίκος Βατόπουλος απλώνει ένα φωτογραφικό οδοιπορικό του ιστορικού κέντρου. Για τη σχέση του με τη φωτογραφία, είχαμε γράψει στο liberal πριν την πανδημία: «Ανέκαθεν από παιδί – κυριολεκτώ εδώ – είχα την ανάγκη να τεκμηριώνω φωτογραφικά τα πράγματα που με συγκινούσαν, έχοντας επίγνωση του εφήμερου όσων έβλεπα. Έτσι λοιπόν από την σχολική ηλικία, είχα αρχίσει να φωτογραφίζω τα σπίτια που αγαπούσα. Αυτά δεν ήταν τα προφανή σπίτια, τουλάχιστον δεν ήταν κατά κύριο λόγο. Ξεκίνησα λοιπόν από μία ανάγκη σύνδεσης με τα πράγματα, τα οποία με περιβάλανε και πριν αρχίσω να γράφω, φωτογράφιζα» έλεγε χαρακτηριστικά.
Τώρα, σε συνομιλία με την επιμελήτρια Ίριδα Κρητικού, ο αγαπημένος συγγραφέας μας καλεί να περπατήσουμε ξανά την αστική γειτονιά της Αθήνας που χαρακτηρίζεται από το κεντρικό κτηριακό της μνημείο. Μας συστήνει την περιοχή από την αρχή, ανασκάπτοντας τις εικόνες και τις προσωπικές οπτικές μαρτυρίες, επικεντρώνοντας σε ό,τι το βλέμμα ή η μνήμη εξακολουθούν να διασώζουν. Σαράντα ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες που συνθέτουν την ενότητα, άλλοτε πανοραμικές και άλλοτε εστιασμένες σε μια ελάχιστη λεπτομέρεια, αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της αρχειακής φωτοθήκης ενός χαλκέντερου περιπατητή, ενός ευαίσθητου γνώστη του αθηναϊκού κέντρου.
Πώς αντιλαμβάνεται ο Βατόπουλος αυτές τις φωτογραφίες; «Θεωρώ ότι είναι σημαντικό ο καθένας με τον τρόπο που πιστεύει να ζει μία ιερότητα. Άλλος μπορεί να το βρει στην Εκκλησία, άλλος στην ορειβασία, άλλος στην ιχνηλασία, όπως εγώ. Αλλά είναι για μένα ζωτικής σημασίας το να επιτρέπω στον εαυτό μου να έχει εμπειρίες, έστω και στιγμιαίες ή ολιγόλεπτες, εκτός κανόνα. Πηγαίνοντας δηλαδή για τη δουλειά μου, μπορεί να έχω λίγο χρόνο και να κάνω μία βόλτα όπου θα βγάλω φωτογραφίες, έστω για μισή ώρα, και να νιώσω τη διαστολή του εαυτού μου. Μια καλλιέργεια αυτοσυνειδησίας σε ένα περιβάλλον που σε ωθεί να μην το σκέφτεσαι».
Η είσοδος για την έκθεση στο Καφέ του Αρχαιολογικού είναι ελεύθερη. Διάρκεια έως 20 Σεπτεμβρίου. Συντονισμός: Αιμιλία Κουγιά