Οι γεωπολιτικές εντάσεις τα τελευταία χρόνια έχουν επιφέρει νέους δασμούς και εθνικιστικές βιομηχανικές πολιτικές, θέτοντας εν εξελίξει τη διαδικασία της αποπαγκοσμιοποίησης, κάτι που αθόρυβα μεν αισθητά δε, κάνει τις οικονομίες ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικές.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου χάρη στην επέκταση του ελεύθερου εμπορίου τις τελευταίες επτά δεκαετίες η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε 14 φορές.
Όλοι κέρδισαν από αυτή τη διαδικασία. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αύξησαν το μερίδιο τους στην παγκόσμια παραγωγή από 24% τη δεκαετία του 1980 σε 43% το 2020. Ο ανεπτυγμένος κόσμος εξασφάλισε ένα εξαιρετικά χαμηλό κόστος παραγωγής πολλών καταναλωτικών αγαθών που τον πριμοδότησε με ένα πολύ μικρό ποσοστό πληθωρισμού.
Όπως και όλοι θα χάσουν από την αποδόμηση της παγκοσμιοποίησης και της ανάπτυξης του ελεύθερου εμπορίου, τάση που αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ελέω των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων.
Η αρχή έγινε από το ρήγμα στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας με τον δασμολογικό πόλεμο που ξεκίνησε το 2018.
Μπορεί οι διμερείς εμπορικές ροές να έφτασαν το ιστορικό υψηλό των 691 δισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, αλλά όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Francesco Guerrera σε πρόσφατη ανάλυση του στο Reuters, αν αφαιρέσουμε από την εικόνα την επίδραση του πληθωρισμού, οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα μειώθηκαν από το 21,6% στο 16,5% του συνόλου μεταξύ 2017 και 2022, ενώ πλέον έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2007. (σ.σ: Τα παραπάνω προσοστά βασίζονται σε πρόσφατη έρευνα των οικονομολόγων Caroline Freund, Aaditya Mattoo, Alen Mulabdic και Michele Ruta).
Ο κλονισμός των εμπορικών σχέσεων σε συνδυασμό με το σοκ στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω της πανδημίας της Covid-19 έφεραν στην επιφάνεια την ανάγκη της επιστροφής της παραγωγής στον «Οίκο» ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική εξάρτηση από διασυνοριακούς προμηθευτές.
Οι νέες βιομηχανικές πολιτικές λοιπόν, όπως ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού ύψους 430 δις δολαρίων στις ΗΠΑ, γέννησαν μια νέα κουλτούρα επιδοτήσεων προκειμένου να γίνει εφικτή η προσέλκυση νέων τεχνολογικών επενδύσεων, η χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης κ.ο.κ. εντός των εθνικών συνόρων.
Η Κίνα με τη σειρά της ενίσχυσε ιδιαίτερα την κρατική βοήθεια για την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, κάτι που δεν άφησε την Ευρώπη ασυγκίνητη, η οποία προχώρησε σε έρευνα για τις κινεζικές πρακτικές τον περασμένο μήνα.
Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη της ΕΚΤ, μια ολική απομάκρυνση μας από την παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε σε πτώση των παγκόσμιων εισαγωγών έως και 30%.
Αν και αυτές οι διαδικασίες σαφώς λαμβάνουν χώρα σε ένα εύλογο βάθος χρόνου, εντούτοις όπως υπενθυμίζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η ανάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων είναι μια διαδικασία κατ’εξοχήν πληθωριστική.
Ως εκ τούτου, ο επανασχεδιασμός τους είναι ένας εκ των βασικών παραγόντων που ο πληθωρισμός δύσκολα θα γυρίσει στα πρότερα εξαιρετικά χαμηλά του επίπεδα και το κόστος του χρήματος θα παραμείνει υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και αυτό είναι κάτι που θα μας «πονέσει» όλους.
Μια συνάντηση που θα μπορούσε να γίνει σταθμός
Μέσα από το παραπάνω οπτικό πρίσμα, η συνάντηση του Joe Biden και Xi Jinping στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού - APEC -στο Σαν Φρανσίσκο που ξεκινά στις 11 Νοεμβρίου, έχει κάτι παραπάνω από ιδιαίτερη βαρύτητα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τόσο η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Karine Jean-Pierre, όσο και ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Wang Yi, αν και παραδέχθηκαν ότι θα είναι μια δύσκολη συνάντηση, εντούτοις την χαρακτήρισαν ως μια εξαιρετικά σημαντική ευκαιρία για τις δύο χώρες να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να καταλήξουν σε κάποιου είδους συνεννόηση.
Πιο συγκεκριμένα, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Karine Jean-Pierre προλόγισε τη συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών ως εξής: «Έντονος ανταγωνισμός σημαίνει έντονη διπλωματία. Αυτό θα δείτε», προσθέτοντας ότι αναμένεται μια «σκληρή» αλλά «σημαντική» συνομιλία μεταξύ τους, καθώς «η πολιτική των ΗΠΑ και ο τρόπος με τον οποίο προχωρούν με την Κίνα δεν έχει αλλάξει».
Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Wang Yi με τη σειρά του δήλωσε ότι η προγραμματισμένη συνάντηση δεν θα είναι «ομαλή» όμως προσέξτε την προσθήκη στο τέλος: «... και οι δύο χώρες πρέπει να εξαλείψουν τις παρεμβάσεις, να ξεπεράσουν τα εμπόδια, να ενισχύσουν τη συναίνεση και να συσσωρεύσουν αποτελέσματα».
Η αλήθεια είναι ότι οι εδώ και χρόνια τεταμένες σχέσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ λόγω των διαφωνιών τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα της μειονότητας των Ουιγούρων, τους δασμούς, την εμπορική πολιτική και την Ταϊβάν, επιβαρύνθηκαν περαιτέρω μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τους πανδημικούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς και τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συνάντηση θα γίνει καθώς ο Λευκός Οίκος εργάζεται για να στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στο Ισραήλ εν μέσω της εντεινόμενης σύγκρουσης με τη Χαμάς, είναι σίγουρο ότι θα προσθέσει πρόσθετη πίεση στις διμερείς συνομιλίες. Μια πίεση που προστίθεται στο ήδη τεταμένο κλίμα λόγω της επιλογής των ΗΠΑ να συνεχίζουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία που υπερασπίζεται το έδαφός της από τη Ρωσία.
Βλέπετε, ο Σι είναι ο πιο ισχυρός οικονομικός σύμμαχος του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και η υποστήριξη του Πεκίνου είναι ζωτικής σημασίας για τη ρωσική πολεμική επιχείρηση στην Ουκρανία.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς πώς είναι δυνατόν κάτω από αυτές τις συνθήκες οι ηγέτες των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου να έχουν έναν εποικοδομητικό διάλογο στα μέσα του Νοεμβρίου.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, ο περιορισμός του ελεύθερου εμπορίου και η αποπαγκοσμιοποίηση είναι δύο συνθήκες που μας πονάνε όλους.
Οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα έχουν επιστρέψει πλέον στα επίπεδα του 2007 κάτι που αναμφισβήτητα «πονάει» την Κίνα. Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός και το κόστος χρήματος εξακολουθούν να «πονάνε» όλες τις οικονομίες συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, ενώ τις χωρίζει ακριβώς ένας χρόνος πριν τις προεδρικές εκλογές.
Υπόψιν δε ότι ο πρώην πρόεδρος Donald Trump προηγείται του Joe Biden σε πέντε από τις έξι κρίσιμες πολιτείες, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση των New York Times και του Siena College, με τα δημοσκοπικά αποτελέσματα να αποτυπώνουν βαθιά δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς του στην οικονομία και σε πολλά άλλα ζητήματα.
Αυτό και μόνο αποτελεί έναν extra μοχλό πίεσης για τον Joe Biden.
Ίδωμεν λοιπόν.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.