Αυτή η εβδομάδα έχει δύο εστίες ενδιαφέροντος. Η πρώτη είναι οι ανακοινώσεις εταιρικών αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου στις ΗΠΑ και η δεύτερη είναι η σύσκεψη της ΕΚΤ την Πέμπτη και οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής που θα ληφθούν.
Η έναρξη των εταιρικών αποτελεσμάτων ξεκίνησε όπως πάντα παραδοσιακά με τις JPMorgan, BlackRock και Wells Fargo, οι οποίες έκαναν «ποδαρικό» με επιδόσεις καλύτερες των εκτιμήσεων.
Ανοίγοντας το πλάνο, οι αναλυτές αναμένουν τα κέρδη ανά μετοχή του δείκτη S&P 500 να καταγράψουν το τρίτο τρίμηνο ετήσια αύξηση κατά 4,9%.
Μένει να δούμε αν η πλειοψηφία των μετοχών σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, ειδικά εκείνες του τεχνολογικού τομέα.
Όσον αφορά το δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος, η ΕΚΤ την Πέμπτη εκτιμάται ότι θα προβεί εν τέλει σε μια εκ νέου μείωση των επιτοκίων της κατά 0,25%, κίνηση που προμηνύεται τόσο από τις αποδόσεις στη λήξη των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη, όσο και από την ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ.
Βλέπετε, η εκτίμηση ότι η Fed δε θα συνεχίσει τις επιθετικές μειώσεις επιτοκίων σε αντίθεση με την ΕΚΤ-σχετική ανάλυση μπορείτε να διαβάσετε εδώ- ευνοεί το δολάριο ΗΠΑ έναντι του ευρώ, καθώς υποστηρίζει το επιτοκιακό του πλεονέκτημα. Η ισοτιμία ευρώ/δολάριο διαμορφώνεται πλησίον της εξαιρετικά σημαντικής ζώνης στήριξης $1,0870- $1,0905, επίπεδο που αν διασπαστεί θα μας δώσει με ταχύτητα κίνηση εως το $1,0780. Και βλέπουμε... (σ.σ: Yπενθυμίζουμε ότι η αντίσταση για το ζεύγος τοποθετείται στην περιοχή των $1,1040).
Στο 1,75% τα ευρωπαϊκά επιτόκια στα τέλη του 2025
Αν και μέχρι πριν λίγες ημέρες λοιπόν η αγορά δεν εκτιμούσε κάποια μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ μέχρι τον Δεκέμβριο, πλέον μια μείωση κατά 25 μονάδες βάσης στο 3,25% θεωρείται δεδομένη.
Μάλιστα η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, την προηγούμενη εβδομάδα προοιώνισε τη μείωση των επιτοκίων δηλώνοντας ότι «...η Κεντρική Τράπεζα θα λάβει υπόψη της την αυξανόμενη εμπιστοσύνη ότι ο μεσοπρόθεσμος στόχος της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό είναι σε κοντινή απόσταση...».
Βλέπετε, η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης, καθώς η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να είναι συγκρατημένη αντανακλώντας την υποτονικότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων στην ΕΕ και η μεγαλύτερη του επιθυμητού επιβράδυνση των Τιμών Καταναλωτή, έχουν εγείρει ανησυχίες ότι η ΕΚΤ βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με την απειλή ενός πολύ χαμηλού πληθωρισμού.
Υπενθυμίζουμε ότι όσο μεγάλο πρόβλημα αποτελεί ο υψηλός πληθωρισμός, άλλο τόσο πρόβλημα αποτελεί και ο υπερβολικά χαμηλός, καθώς η προσδοκία για χαμηλότερες τιμές στο μέλλον δημιουργεί έναν αυτοτροφοδοτούμενο καθοδικό κύκλο, με τους καταναλωτές να αναβάλλουν τις αγορές τους.
Για τις Κεντρικές Τράπεζες λοιπόν ο αποπληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερος πονοκέφαλος από τον πληθωρισμό.
Αυτό η ΕΚΤ το γνωρίζει πολύ καλά. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ιστορικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα για την ΕΚΤ ήταν ο εξαιρετικά χαμηλός πληθωρισμός και ο στόχος του 2% πολλές φορές αποδεικνυόταν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα η ΕΚΤ να συμβιβαστεί εν τέλει με έναν στόχο «κάτω, αλλά κοντά στο 2%».
Για να επιτευχθεί όμως ακόμα και αυτός ο συμβιβασμός, χρειάστηκε την αντισυμβατική νομισματική πολιτική των αρνητικών επιτοκίων και την τεράστια διόγκωση του ισολογισμού της ΕΚΤ. (σ.σ: Υπενθυμίζουμε ότι το 2014 η ΕΚΤ εισήλθε στην περίοδο των αρνητικών επιτοκίων και λίγο μετά, στην ποσοτική χαλάρωση για να αποφύγει το ενδεχόμενο αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη).
Πού βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα; Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, ο ετήσιος πληθωρισμός θα φτάσει τον στόχο του 2% το τέταρτο τρίμηνο του 2025 και θα παραμείνει πολύ πάνω από αυτό το επίπεδο κατά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους.
Ωστόσο, μετά τις ανακοινώσεις του Σεπτεμβρίου ότι ο ετήσιος πληθωρισμός μειώθηκε στο 1,8% , εν ολίγοις κάτω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% της ΕΚΤ για πρώτη φορά σε περισσότερα από τρία χρόνια, οδήγησε πολλούς αξιωματούχους της ΕΚΤ να ανησυχούν ότι οι προβλέψεις του Σεπτεμβρίου ίσως αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες. Για την ακρίβεια, η διατήρηση του πληθωρισμού πέριξ του 2% αρχίζει να εξελίσσεται σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ΕΚΤ.
Την ίδια στιγμή, τα προβλήματα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία πιέζουν επίσης την ΕΚΤ για επιθετική μείωση του χρηματοδοτικού κόστους, παρά το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα έχει μόνο το ένα μέρος της απάντησης. (σ.σ: Υπενθυμίζουμε ότι η επιβράδυνση του εξαιρετικά σημαντικού εμπορικού εταίρου για την Ευρώπη, της Κίνας, και η διατήρηση του κόστους ενέργειας σε υψηλά και μη ανταγωνιστικά επίπεδα αποτελούν δύο από τα μεγαλύτερα αγκάθια. Σχετική ανάλυση μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Μέσα από αυτό το πρίσμα, οι αποφάσεις της ΕΚΤ αυτή την Πέμπτη είναι μάλλον μονόδρομος.
Η νέα περικοπή επιτοκίων μάλιστα αναμένεται να οδηγήσει σε μια σειρά ταχύτερων μειώσεων στο κόστος δανεισμού, με σκοπό να φρενάρει η υποχώρηση του πληθωρισμού στα προ Covid επίπεδα, ήτοι κάτω από τον στόχο του 2% .
Πιο συγκεκριμένα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές στοιχηματίζουν ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια έως το επίπεδο του 1,75% μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους, σε έναν αγώνα δρόμου να αποφύγει μια πτώση του πληθωρισμού κάτω του 2%.
Μάλιστα ο Jens Eisenschmidt, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στη Morgan Stanley, πιστεύει ότι το επίπεδο του 1,75% για το βασικό επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων της ΕΚΤ, πολύ πιθανόν να μην είναι το τέλος του κύκλου χαλάρωσης.
Πόσο μάλλον από τη στιγμή που πολλοί αναλυτές κατηγορούν την ΕΚΤ ότι οι καθυστερήσεις της στην προσαρμογή των επιτοκίων στις εκάστοτε συνθήκες, εξαιτίας της ελαττωματικής ανάλυσης των παραγόντων του πληθωρισμού, είχαν σαν αποτέλεσμα τόσο την ασθενή ανάπτυξη όσο και την απότομη πτώση του πληθωρισμού.
Ο Sebastian Dullien, για παράδειγμα, ο διευθυντής έρευνας του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Πολιτικής που εδρεύει στο Ντίσελντορφ, υποστήριξε σε πρόσφατες δηλώσεις του ότι η πληθωριστική άνοδος μεταξύ 2021 και 2023 ήταν προσωρινή και οφειλόταν ως επι το πλείστον στις υψηλότερες τιμές ενέργειας και στα σημεία συμφόρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα και όχι τόσο στη θεμελιώδη αύξηση της ζήτησης. (σ.σ: Τουτέστιν ήταν πληθωρισμός από την πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης).
Η ΕΚΤ, μη αξιολογώντας σωστά τις αιτίες του πληθωρισμού, οδηγήθηκε σε υπερβολική αύξηση των επιτοκίων, βλάπτοντας την ευρωπαϊκή οικονομία που είχε ήδη πληγεί από τη χαμηλή παραγωγικότητα, τις φτωχές επενδύσεις και τη γήρανση του πληθυσμού.
Ο Sebastian Dullien δεν είναι ο μοναδικός που κατηγορεί την ΕΚΤ ότι η υπερβολικά περιοριστική νομισματική πολιτική της επιδείνωσε ορισμένα από τα διαρθρωτικά ζητήματα της Ευρώπης. Υπάρχει μια ολόκληρη «σχολή» στελεχών της αγοράς με αυτή την πεποίθηση. Το γεγονός αυτό από μόνο του αποτελεί έναν μεγάλο μοχλό πίεσης στην ΕΚΤ προς μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες