Τη μια ψυχρολουσία μετά την άλλη δέχεται η Ευρώπη. Μετά τις απροκάλυπτες δηλώσεις του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Ντμίρι Πεσκόφ, ότι η προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού Nord Stream 1 δεν θα ξαναρχίσει πλήρως μέχρι η Δύση να άρει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας για την εισβολή της στην Ουκρανία, έχει απέναντι της και τον ΟΠΕΚ, ο οποίος αδιαφορεί πλήρως για το ενεργειακό δράμα της Ευρώπης και φροντίζει με επιμέλεια τα συμφέροντά του.
Για να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όταν την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου οι υπουργοί Οικονομικών της Ομάδας των Επτά (G7) ανακοίνωσαν ότι σχεδιάζουν να επιβάλουν ένα ανώτατο όριο τιμών στο ρωσικό αργό πετρέλαιο και τα πετρελαϊκά προϊόντα, η Ρωσία λίγες ώρες μετά προφασιζόμενη τεχνική βλάβη αποφάσισε ότι οι κυρώσεις της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά αποτελούν εμπόδιο για την παράδοση αερίου μέσω του βασικού αγωγού Nord Stream 1, ενώ απείλησε ότι θα σταματήσει τις παραδόσεις πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων σε χώρες που θα αποφασίσουν να περιορίσουν το κόστος του ρωσικού πετρελαίου.
Οι εξελίξεις αυτές άφησαν ασυγκίνητα τα μέλη του OPEC+, τα οποία συμφώνησαν χθες Δευτέρα, να μειώσουν τους στόχους παραγωγής κατά περίπου 100.000 βαρέλια την ημέρα από τον Οκτώβριο, αναιρώντας επί της ουσίας τις αποφάσεις του Αυγούστου για αύξηση της παραγωγής και εκπλήσσοντας τις αγορές ενέργειας σε μια περίοδο σημαντικής αναταραχής.
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό ακριβώς που επιθυμούσε ο OPEC αλλά πάση θυσία ήθελε να αποφύγει η Ευρώπη. Οι τιμές του Brent ενισχύθηκαν πέριξ του 3% στα 95,78 δολάρια/βαρέλι.
Πρόκειται πραγματικά για μια πολύ κακή εξέλιξη, ειδικά για τη βαριά βιομηχανία της Ευρώπης, καθώς το πετρέλαιο αποτελεί μια εναλλακτική λύση έναντι του πανάκριβου φυσικού αερίου, του οποίου η τιμή ξαναπήρε την ανηφόρα στον ολλανδικό κόμβο, με το συμβόλαιο του Οκτωβρίου να κυμαίνεται πέριξ των 240 ευρώ/ΜWh και του Νοεμβρίου πάνω από τα 250 ευρώ/ΜWh.
Οι ελπίδες εναποτίθενται τώρα στην επόμενη συνεδρίαση του ΟΠΕΚ+ που έχει προγραμματιστεί για τις 5 Οκτωβρίου, αν και πολύ δύσκολα το καρτέλ να συγκλίνει υπέρ της γενναίας αποκλιμάκωσης των πετρελαϊκών τιμών, καθώς πρώτη του προτεραιότητα είναι τα έσοδα των μελών του, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται οι ανησυχίες για μείωση της ζήτησης πετρελαίου λόγω της ύφεσης με την οποία είναι αντιμέτωπες πολλές οικονομίες και των περιορισμών που σχετίζονται με την Covid 19 σε πολλά μέρη της Κίνας.
Επιπλέον, υπενθυμίζουμε ότι το καρτέλ δεν βλέπει με «καλό μάτι» την προοπτική αύξησης της προσφοράς από το ιρανικό αργό, αν η Τεχεράνη εν τέλει προχωρήσει σε μια νέα πυρηνική συμφωνία. Προφανώς, αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που οδήγησε τα μέλη του ΟΠΕΚ στην απόφαση της Δευτέρας, προκειμένου να «προστατέψουν» τις τιμές σε περίπτωση αύξησης της προσφοράς και να διασφαλίσουν ότι η διόρθωση του πετρελαίου θα παραμείνει πέριξ του 30% σε σχέση με τα υψηλά του φετινού Μαρτίου.
Την ίδια στιγμή που το καρτέλ διασφαλίζει τα νώτα του, η ευρωπαϊκή βιομηχανία ετοιμάζεται για εξαιρετικά δύσκολες μέρες, ενώ είναι θέμα χρόνου η Ευρώπη να έρθει αντιμέτωπη με ένα από τα πιο δύσκολα διλήμματα στην ιστορία της: Aν η κατάσταση χειροτερέψει και φτάσουμε στην απειλή δελτίου, θα δώσει αποκλειστική προτεραιότητα στα νοικοκυριά ή θα μοιράσει τη στήριξη ανάμεσα σε αυτά και τη βιομηχανία;
Τα δημοσιονομικά περιθώρια ακόμα και για τις ισχυρές οικονομίες έχουν ένα όριο και τα σταθερά όρια τιμών για τη διατήρηση των εργοστασίων σε λειτουργία έχουν κόστος, την ίδια στιγμή που οι καταναλωτές ζουν το δικό τους δράμα.
Επιπλέον, δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα με σύντομη ημερομηνία λήξης. Οι τιμές για το 2024 και το 2025 έχουν επίσης εκτοξευτεί, απειλώντας τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα πολλών βιομηχανιών.
Η βιομηχανία του αλουμινίου είναι ένα από τα μεγαλύτερα θύματα
Πολλές από τις ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ευρώπης από τα τσιμέντα, τα χαλυβουργεία και τη βιομηχανία αλουμινίου έως τα λιπάσματα και τα μεταλλουργεία ψευδαργύρου και χαλκού, προτιμούν να κλείσουν κάποιες από τις μονάδες τους, από το να πληρώσουν το κόστος του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Δείτε το παράδειγμα της Slovalco. Σύμφωνα με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας, με βάση τις πρόσφατες τιμές της αγοράς ενέργειας, ο ετήσιος λογαριασμός ρεύματος για το μεταλλουργείο θα ήταν περίπου δύο δισεκατομμύρια ευρώ αν το εργοστάσιο δεν «έκλεινε τους διακόπτες».Η έλλειψης αντιστάθμισης εκπομπών αποτέλεσε επίσης ένα κρίσιμο πρόβλημα για την εταιρεία που παράγει 160.000 τόνους προϊόντων αλουμινίου και αλουμινίου ετησίως.
Η Slovalco δεν είναι το μόνο παράδειγμα και θα ακολουθήσουν και άλλα, αν δεν εισακουστούν οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας του αλουμινίου οι οποίοι κάνουν δραματικές εκκλήσεις για επείγουσα κρατική υποστήριξη προκειμένου να επιβιώσουν.
Ο κλάδος του αλουμινίου είναι ο πιο ευάλωτος κλάδος του μεταποιητικού τομέα στη δεδομένη συγκυρία, καθώς απαιτεί τεράστιες ποσότητες ενέργειας για την παραγωγή αλουμινίου -ένας τόνος αλουμινίου απαιτεί περίπου 15 ΜWh- ενώ αν ένα εργοστάσιο «κλείσει διακόπτες», η επανεκκίνηση του μπορεί να απαιτήσει έως και έναν χρόνο, καθώς μόλις διακοπεί το ρεύμα και οι μονάδες παραγωγής επανέλθουν σε θερμοκρασία δωματίου, μπορεί να χρειαστούν πολλοί μήνες και δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να επιστρέψουν στο δίκτυο.
Ταυτόχρονα αυτή η επαναφορά θα είναι εφικτή οικονομικά μόνο μέσω του συνδυασμού φθηνότερης ενέργειας, αύξησης των τιμών του αλουμινίου πέραν των 2300 δολαρίων/τόνο και πρόσθετης κρατικής υποστήριξης.
Όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε ο Πολ Βος, γενικός διευθυντής της European Aluminium, η οποία εκπροσωπεί τους μεγαλύτερους παραγωγούς και μεταποιητές της περιοχής: «Πρόκειται για μια πραγματική υπαρξιακή κρίση την οποία πρέπει να διευθετήσουμε αρκετά γρήγορα, διαφορετικά δεν θα μείνει τίποτα να διορθωθεί».
Για όσους θεωρούν υπερβολικές τέτοιου είδους δηλώσεις, να σημειώσουμε ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου έχει πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του 1970, ενώ αν συνεχιστεί η ενεργειακή κρίση, ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής αλουμινίου θα εξαφανισθεί, με το διακύβευμα ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων να βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η Ευρώπη μαζί με τα νοικοκυριά πρέπει να στηρίξει και τη βιομηχανία, καθώς μια κατάρρευση της θα στείλει τον «λογαριασμό» και πάλι... στα νοικοκυριά.
Για όσους τώρα αναρωτιούνται αν η πτώση των τιμών του αλουμινίου στα 2290 δολάρια/τόνο από τα υψηλά επίπεδα των 3500 δολαρίων/ τόνο του φετινού Φεβρουαρίου, είναι ένα καλό σημείο εισόδου, θα επανέλθουμε με νεότερο άρθρο.
Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται σε όλα τα είδη καθημερινής χρήσης, από κουτιά μπύρας μέχρι iPhone και αυτοκίνητα, προς το παρόν όσοι είναι βραχυπρόθεσμοι καλό θα είναι να συνυπολογίσουν το γεγονός της μειωμένης προσφοράς με το γεγονός της μειωμένης ζήτησης τόσο από πλευράς καταναλωτών όσο και βιομηχανικών πελατών. Μια αυτοκινητοβιομηχανία για παράδειγμα που σταματά και αυτή μονάδες παραγωγής λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας, ρύπων και πρώτων υλών, θα παραγγείλει και λιγότερους τόνους αλουμινίου.
Από τεχνικής πλευράς, η διακράτηση του επιπέδου των 2290 δολαρίων/τόνο είναι κρίσιμη.
Όσον αφορά τώρα τις εταιρικές επιλογές του κλάδου- οι πιο αμυντικές εταιρείες του κλάδου με έκθεση και στην εξόρυξη έχουν διορθώσει πέριξ του 18% -20% από τις αρχές του έτους- καλό θα είναι οι επενδυτές να επιλέξουν εταιρείες που προστατεύονται από κρατικές επιδοτήσεις, μακροπρόθεσμες συμφωνίες ηλεκτρικής ενέργειας ή έχουν πρόσβαση στη δική τους ανανεώσιμη ενέργεια.
Βλέπετε, αυτές οι εταιρείες έχουν τις καλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν στην εποχή της ενεργειακής πενίας που έρχεται. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε την προειδοποίηση του Διευθύνοντα Συμβούλου του οίκου εμπορίας μετάλλων Concord Resources, Μαρκ Χάνσεν:«Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όταν τα χυτήρια αλουμινίου φύγουν, δεν επιστρέφουν».
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.