Κατά καιρούς έχουμε αναφερθεί στην εικόνα φθοράς που παρουσιάζει η ελληνική αγορά. Η έξοδος των εταιρειών από το Χρηματιστήριο, οι δύο ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών και οι δεκάδες περιπτώσεις εταιρειών που χτύπησαν κόκκινο συρρίκνωσαν το περιεχόμενο και τους συμμετέχοντες στην εγχώρια αγορά. Το κοινό της ελληνικής αγοράς δεν ανανεώθηκε σχεδόν για μια δεκαετία και η διαπίστωση αυτή έρχεται τόσο από το εξωτερικό όσο και από την εγχώρια παρουσία νέων θεσμικών κεφαλαίων. Την ίδια περίοδο (από το 2010 και έως το 2019) οι ξένες αγορές έκαναν στην κυριολεξία πάρτι, δίνοντας πολύ μεγαλύτερη ευκαιρία για αποδόσεις από την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε στην ελληνική οικονομία στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν με την καθιέρωση τακτικών ετήσιων συνεδρίων στο εξωτερικό, τα ονόματα των ξένων θεσμικών δεν ανανεώθηκαν ή τουλάχιστον δεν έδειξαν κάποια αυξητική τάση ως προς το ενδιαφέρον τους για ελληνικές εισηγμένες. Την ίδια στιγμή, το μέγεθος των θεσμικών κεφαλαίων στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αδύναμο» να δημιουργήσει μια κρίσιμη μάζα και να προσελκύσει νέα ρευστότητα. Για να λέμε και τα «δικά μας», ο τζίρος της αγοράς έχει συγκεντρωθεί σε 10 χρηματιστηριακές εταιρείες οι οποίες πραγματοποιούν σταθερά άνω του 85% του τζίρου (86% το τετράμηνο του 2020, από 79% το 2018). Η συγκέντρωση αυτή είναι λογικό να λειτουργεί ανασταλτικά στις υπόλοιπες εταιρείες του χώρου, οι οποίες διστάζουν να επενδύσουν και να ανοίξουν την πωλησιακή πλατφόρμα τους αναζητώντας νέα πελατεία, με αποτέλεσμα η συγκέντρωση να μεγαλώνει σταθερά υπέρ της δεκάδας.
Τα καλά νέα ήρθαν για τις χρηματιστηριακές με την εισαγωγή του θεσμού των εταιρικών ομολόγων. Η αγορά αυτή πρόσφερε αποδόσεις ανταγωνιστικότερες έναντι των τραπεζικών καταθέσεων, δεν απαιτούσε υπέρογκα ποσά και το κόστος εισόδου ήταν σχετικά μικρό. Με ένα ομόλογο αξίας 1.000 ευρώ ο επενδυτής αγοράζοντάς το από την πηγή χωρίς έξοδα (βλ. Δημόσια Προσφορά) μπορούσε να έχει μια σταθερή «συμπαθητική» εξαμηνιαία απόδοση και μια λήξη σε κοντινό βάθος. Η συμμετοχή του επενδυτικού κοινού ήταν μεγάλη και ακόμα και σε δύσκολες συγκυρίες οι εκδόσεις έτυχαν της απαιτούμενης κάλυψης. Με την πάροδο του χρόνου και με τη λήξη ή την εξαγορά αυτών των ομολόγων τα χρήματα έμειναν «μέσα», αφού τα επιτόκια των τραπεζών δεν έχουν πια τη δύναμη να προσελκύσουν απαιτητικούς καταθέτες και αναζήτησαν εταιρείες με μερίσματα ή άλλα ομόλογα που έδιναν μια αξιοπρεπή απόδοση στον κάτοχό τους. Σε δεύτερο χρόνο βοήθησε το σπάσιμο του ταμπού της μεσαίας και κυρίως της μικρής κεφαλαιοποίησης. Η προσπάθεια ανάδειξης κάποιων περιπτώσεων που ξεχώριζαν κέρδισε κάποια δημοσιότητα και έστρεψε ένα μέρος του ενδιαφέροντος σε υποσχόμενες και δυναμικές εταιρείες.
Αυξημένες συναλλαγές
Το 2019 ήταν μια χρονιά που γέννησε πλούτο για τους επενδυτές. Βοήθησε και η αγορά, αλλά αυτό που προκύπτει από τα στατιστικά του Χρηματιστηρίου είναι ότι η αύξηση του πλούτου άγγιξε μεγάλο αριθμό κωδικών που έχουν χαρτοφυλάκια από 3.000 ευρώ και πάνω. Η αύξηση προήλθε με δύο τρόπους: από την αύξηση των τιμών της αγοράς, αλλά και από την εισροή νέου χρήματος. Προκύπτει ακόμα ότι οι νέοι παίκτες της αγοράς είναι πιο δραστήριοι φέτος, αφού πραγματοποιούν το 23,8% των συναλλαγών, έναντι του 20,1% πέρυσι και του 16,9% το 2016. Αντίθετα, οι ξένοι θεσμικοί είναι σταθερά πτωτικοί πέφτοντας στο 52% από 64,9% το 2014, ενώ οι Ελληνες θεσμικοί παραμένουν σχετικά σταθεροί στις συναλλαγές τους τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αν και το 2020 δεν ακολουθεί την ανοδική πορεία του 2019, οι επενδυτές παραμένουν δραστήριοι έχοντας παγιοποιήσει πλέον την παρουσία τους στις συναλλαγές. Η ευκαιρία του να ξαναγίνει η Λεωφόρος Αθηνών μια ζωντανή αγορά είναι μπροστά μας. Αρκεί εισηγμένες, αρχές και παράγοντες του χώρου να μην υποστούν την κόπωση της απαξίωσης που περνάει για άλλη μία φορά το ελληνικό Χρηματιστήριο και διαψεύσουν τις προσδοκίες.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 15ης Μαΐου