Tο χρηματιστήριο είναι προεξοφλητικός μηχανισμός ή λειτουργεί ενίοτε με χρονοκαθυστέρηση; Η αλήθεια συναντάται και στις δύο περιπτώσεις. Τα χρηματιστήρια απαιτούν σταθερότητα από την πολιτική σκηνή, εταιρείες με ικανές διοικήσεις, χώρα με σταθερό φορολογικό πλαίσιο, χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους και κυρίως ρυθμούς ανάπτυξης υψηλούς. Σε ποια φάση βρισκόμαστε;
Το πέρας της προηγούμενης εβδομάδας επιφύλαξε ευχάριστες θετικές εκπλήξεις για την ελληνική οικονομία και το Χρηματιστήριο γενικότερα. Το μεγάλο αυστραλιανό fund Macquarie, ήταν ο αγοραστής στην πώληση του 49% της θυγατρικής διαχείρισης των δικτύων διανομής ΔΕΔΔΗΕ. Η συνολική αξία της συναλλαγής (enterprise value) έφτασε τα 2,116 ευρώ, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία, παρότι ειχε διαφανεί η επιτυχία του διαγωνισμού, με 4 σχήματα στην τελική διαδικασία.
Η ΔΕΗ θα βάλει στο ταμείο της 1,311 δισ. ευρώ, εκ των οποίων πάνω από 650 εκατ. ευρώ θα αξιοποιηθούν σύμφωνα με τη διοίκηση, για τη χρηματοδότηση του επενδυτικού της σχεδίου της εταιρείας, ενώ ο αγοραστής θα αναλάβει χρέος του ΔΕΔΔΗΕ ύψους 800 εκατ. ευρώ. Εκτός των αναμενόμενων θετικών επιπτώσεων στο ισολογισμό της εταιρείας αλλά και την βελτίωση του αξιόχρεού της, διαφαίνεται και η αυξανόμενη εμπιστοσύνη των μεγάλων επενδυτικών funds του εξωτερικού στη χώρα, καθώς πρόκειται για ένα τίμημα που φαίνεται ότι παραβλέπει το όποιο ρίσκο δεδομένου ότι εμπιστεύεται και το management σε μια εταιρεία συμφερόντων του δημοσίου.
Aκολούθησε αργότερα το βράδυ της Παρασκευής η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε "ΒΒ+” από "ΒΒ”, με σταθερό outlook, από τον Οίκο Scope Ratings εστιάζοντας τόσο στην στήριξη που θα προέλθει από το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους λόγω και των υποστηρικτικών μέτρων των πιστωτών της Ευρωζώνης.
Το τέλος μιας εξαιρετικής εβδομάδας που είχε ξεκινήσει με την ανακοίνωση των μεγεθών του ΑΕΠ που εκτινάχθηκαν στο 16,2%, ήρθε με τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ με ένα σύνολο φοροελαφρύνσεων και προς τους νέους και προς την ελληνική επιχειρηματικότητα και κυρίως προς τη μεσαία τάξη.
Οι δύο πρώτες συνεδριάσεις της εβδομάδας, σύμφωνα με την αλληλουχία όλων αυτών των ειδήσεων και παρά τον θετικό βηματισμό των Ευρωπαϊκών αγορών, δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό, κρατώντας πάντως θετικό πρόσημο. Ούτε η αναθεώρηση των εκτιμήσεων εκ μέρους της κυβέρνησης για το ΑΕΠ του 2021 από 3,6% στο 5.9% φαίνεται να λειτούργησε προωθητικά για τις κινήσεις των επενδυτικών που επέμειναν σε επιλεκτικές τοποθετήσεις.
Τελικά το χρηματιστήριο είναι προεξοφλητικός μηχανισμός ή λειτουργεί ενίοτε με χρονοκαθυστέρηση; Η αλήθεια συναντάται και στις δυο περιπτώσεις. Τα χρηματιστήρια απαιτούν σταθερότητα από την πολιτική σκηνή, εταιρείες με ικανές διοικήσεις, χώρα με σταθερό φορολογικό πλαίσιο, χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους και κυρίως ρυθμούς ανάπτυξης υψηλούς.
Στα καθ΄ ημάς, μια τέτοια περίοδος προεξόφλησης ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2019, όπου προεξόφλησε την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού πριν τελεστούν οι εκλογές με απόδοση περίπου 40%. Στην παρούσα φάση και παρά τις θετικές ειδήσεις συνεχίζεται η συσσώρευση πέριξ των 900 μονάδων, χωρίς να γίνεται εκείνο το άλμα που θα ενθουσιάσει τους επενδυτές. Πρόκειται για ανησυχία λόγω των υψηλών αποτιμήσεων που υπάρχουν στις διεθνείς αγορές; Είναι οι δικές μας αξίες σε απαιτητικές αποτιμήσεις; Πόσο εμπλέκεται και ο φόβος των πληθωριστικών πιέσεων στις διεθνείς αγορές;
Η ανάγνωση των μετοχών της ελληνικής αγοράς, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων αποτυπώνει τα βελτιωμένα μεγέθη των εισηγμένων στις τιμές, σε επίπεδο αρκετά υψηλότερο των 900 και 950 μονάδων. Είτε γιατί κατάφεραν μέσω της πανδημίας να ενισχύσουν τον εξαγωγικό τους χαρακτήρα, είτε γιατί κάποιες ευνοούνται με την άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων, είτε γιατί αναμένουν έργα σε τομείς που θα επιδοτηθούν και από το Ταμείο Ανάκαμψης, καλλιεργώντας υψηλές προσδοκίες.
Από την άλλη, εύκολα ανακαλύπτει κανείς πως στην προηγούμενη φάση κατά την οποία ο Γενικός Δείκτης βρισκόταν στις 950 μονάδες ( τον Ιανουάριο του 2020) η Τράπεζα Πειραιώς για παράδειγμα, ήταν στα 55 ευρώ. Ακραίο παράδειγμα, της μη συμμετοχής των τραπεζών στην αγορά, που επηρεάζει και το κλίμα και την συναλλακτική δραστηριότητα και τους μεγάλους δείκτες. Κρατά τους περισσότερους επενδυτές στο δωμάτιο της επιφυλακτικότητας, καθιστώντας ρηχή την αγορά και βέβαια υπάρχει λόγος γι αυτό, δεδομένου ότι η προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών τους ναι μεν έχει προχωρήσει, αλλά θέλει ακόμα δρόμο να ολοκληρωθεί.
Επομένως, η πραγματική οικονομία προηγείται σε αυτή τη φάση του χρηματιστηρίου, που λόγω της ρηχότητας ανεβοκατεβαίνει με χαμηλό κόστος από τα ισχυρότερα χέρια, που αγοράζουν με ευκολία καλές διοικήσεις και θετικές προοπτικές, καθώς και κλάδους με προσδοκίες. Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα φίλου της στήλης: «Μα καλά, λεφτά για πέταμα είχαν οι Αυστραλοί;», εντυπωσιασμένος από το τίμημα για τον ΔΕΔΔΗΕ. Είναι η φάση της «χρονοκαθυστέρησης». Η φάση που δημιουργούνται οι υπεραξίες του αύριο.