Όπως έχουμε επανειλημμένα γράψει στο Liberalmarkets, το Χρηματιστήριο Αθηνών για μια σειρά από λόγους παραμένει υποτιμημένο, αφού δεν έχει καταφέρει να ακολουθήσει την ανοδική πορεία της πραγματικής οικονομίας. Οπότε, το Χρηματιστήριο Αθηνών αποτιμάται με ένα discount, δηλαδή με μία έκπτωση σε σχέση με την πραγματική του αξία και τη δυναμική του.
Ο μικρός αριθμός εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης, το χαμηλό ύψος των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τα υψηλά ποσοστά που κατέχουν οι βασικοί μέτοχοι των εταιρειών μαζί με τη μικρή διασπορά, λειτουργούν αποτρεπτικά όσον αφορά την εμφάνιση επενδυτών - αγοραστών από το εξωτερικό.
Ωστόσο, όταν τα ξένα funds βρίσκουν ευκαιρίες τοποθετήσεων μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, μέσω προσυμφωνημένων συναλλαγών και μέσω απόκτησης στρατηγικών συμμετοχών, ανταποκρίνονται με ευκολία. Και αυτό αποδείχθηκε σε μια σειρά από deals κυρίως γύρω από το τραπεζικό τομέα, που αποτελεί την καρδιά της πραγματικής οικονομίας αλλά και την καρδιά του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Η ανοδική πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς μέσα στο 2023, οφείλεται στη σταθερά αυξανόμενη ανισορροπία ανάμεσα στους αγοραστές και στους πωλητές. Ανισορροπία υπέρ των αγοραστών. Οι σημερινοί αγοραστές που κυρίως έρχονται από το εξωτερικό, έρχονται να λειτουργήσουν σαν προμηθείς και όχι σαν επιμηθείς.
Δηλαδή, θέλουν να αγοράσουν μετοχές πριν εμφανιστεί το κύριο κύμα που θα ακολουθήσει μετά από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας. Διότι ως γνωστόν η επενδυτική βαθμίδα δε θα οδηγήσει μόνο στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους και τω επιχειρήσεων, αλλά θα επιτρέψει σε μια σειρά από μεγάλα funds να αγοράσουν ελληνικές μετοχές. Κάτι που απαγορεύεται από το καταστατικό τους, αφού η Ελλάδα στερείται ακόμα της επενδυτικής βαθμίδας.
Έτσι πιθανότατα στις 21 Απριλίου η αναβάθμιση της οικονομίας Standard & Poor, θα πυροδοτήσει ένα γενναίο ράλι, αφού θα έχει πιστοποιηθεί το τέλος της «καραντίνας» της Ελλάδας ως χρηματιστηριακού προορισμού.
Αυτοί, λοιπόν, οι προνοητικοί ξένοι επενδυτές που γνωρίζουν το τι θα επακολουθήσει, τοποθετούνται αρκετά πιο νωρίς. Εξ ου και η αύξηση του ημερήσιου χρηματιστηριακού τζίρου που ξεπερνά πλέον τα 90 εκατ. ευρώ. Και επειδή όπως προαναφέραμε η αγορά είναι σχετικά ρηχή, τα funds στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν τις μετοχές που επιθυμούν, ανεβάζουν τις τιμές τους.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που από την αρχή του έτους η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς (ΠΕΙΡ) βρέθηκε από τα 1,44 ευρώ στα 1,83 ευρώ με μια αύξηση της τάξης του 27% και η μετοχή της Mytilineos (ΜΥΤΙΛ) από τα 20,30 ευρώ στα 23,06 ευρώ σημειώνοντας άνοδο της τάξης του 13,5%, αφού οι αγοραστές ήθελαν να αποκτήσουν συγκεκριμένους όγκους μετοχών.
Η ρηχή αγορά λειτουργεί σήμερα σαν το λαιμό του μπουκαλιού, με αποτέλεσμα να καταγράφεται ένα είδος συνωστισμού. Και ο συνωστισμός αυτός ασκεί πίεση στις τιμές προς τα πάνω. Αντίστροφες συμπεριφορές κάνουν την εμφάνιση τους στις πτωτικές αγορές.
Είναι αυτή η άνοδος ένα πυροτέχνημα; Μήπως είναι ένα ακόμα κερδοσκοπικό παιχνίδι; Μήπως έχουν έρθει οι ξένοι να μας πάρουν τα «χαρτιά»; Μήπως τα μεγάλα funds δεν εμφανιστούν ποτέ; Μήπως είναι προεκλογικό ράλι και μόνο; Μήπως είναι μια ευκαιρία να ξεπουλήσουν οι Έλληνες μεγαλομέτοχοι; Οι γνωστές φιλύποπτες και επιφυλακτικές ερωτήσεις, κάνουν και πάλι την εμφάνιση τους, ανάμεσα στην επενδυτική κοινότητα.
Όμως όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι στη Σοφοκλέους, «οι αγορές ανεβαίνουν με λεφτά και πέφτουν με χαρτιά». Σήμερα βιώνουμε με πραγματική άνοδο με πραγματικά κεφάλαια και με πραγματικές προοπτικές. Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο συμπέρασμα πως αυτό που βλέπουμε δεν είναι ένα πυροτέχνημα, αλλά ουσία.
Όπως ανέφερε και ένας Έλληνας διαχειριστής από desk του Λονδίνου, στο χρηματιστήριο σήμερα εξαργυρώνονται, όλα όσα έχουν συμβεί εκτός χρηματιστηρίου τα τελευταία χρόνια. Και τι έχει συμβεί; Πρωτοφανείς σε όγκο και μέγεθος επενδύσεις στο χώρο των logistics, των data centers, των ερευνητικών κέντρων, των ναυπηγείων και της ενέργειας.
Επομένως, σήμερα στο πρόσωπο του Χρηματιστηρίου επιβραβεύεται η μέχρι τώρα πορεία της Ελληνικής οικονομίας και προεξοφλείται η προσδοκία της ανοδικής συνέχειας. Και αυτό δε θα μπορούσε να επιτευχθεί αν τα θεμελιώδη μεγέθη των εισηγμένων εταιρειών δεν προσέφεραν δελεαστικούς αριθμοδείκτες και αποτιμήσεις. Επομένως, στο ερώτημα «πυροτέχνημα ή ουσία;», θα κλίναμε περισσότερο προς τη δεύτερη απάντηση.