Δεν ήταν λίγοι οι επενδυτές που ανέμεναν δυναμική εκτίναξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών μετά από την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης DBRS. Και είναι η δεύτερη φορά που διαψεύδονται, αφού και μετά από την αναβάθμιση της Scope τον περασμένο Αύγουστο, η αγορά είχε αρχίσει να κατηφορίζει.
Τι ήταν όμως αυτό που δεν επέτρεψε στην επενδυτική κοινότητα να καρπωθεί επιπλέον υπεραξίες και αποδόσεις, μετά από την πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας;
Μια ερμηνεία θα ήταν πως η αγορά περιμένει τις αξιολογήσεις των τριών μεγάλων οίκων, δηλαδή της Moody’s, της Fitch και του S&P, που όπως και να το κάνουμε, οι εκτιμήσεις τους έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα. Ειδικά της Moody’s, της οποίας η αξιολόγηση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου, υπολείπεται των υπολοίπων.
Διότι μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λαμβάνει υπ’ όψιν της την αξιολόγηση της DBRS Morningstar, όσον αφορά στην απαλλαγή των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από το ισχύον κούρεμα, ωστόσο οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές αναμένουν τους χρησμούς, τις ευλογίες και τη σφραγίδα των υπόλοιπων τριών οίκων αξιολόγησης.
Μια δεύτερη ερμηνεία θα ήταν πως μια ικανή μερίδα επενδυτών που είχε αγοράσει εδώ και μήνες την προσδοκία του «ΒΒΒ-», ρευστοποίησε τις θέσεις της, ακολουθώντας το παλαιό χρηματιστηριακό ρητό «buy the rumor, sell the fact», δηλαδή «αγόρασε τη φήμη, πούλα το γεγονός».
Διότι ακόμα και αν ένας επενδυτής είχε αργήσει να τοποθετηθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών και δεν είχε εισέλθει τον Σεπτέμβριο του 2022 στις 750 μονάδες, αλλά στις αρχές του 2023, θα έχει κερδίσει μέχρι σήμερα τουλάχιστον ένα +30%, επενδύοντας σε δεικτοβαρείς μετοχές και μόνο. Και γνωρίζουμε πως δεν ήταν λίγα τα funds και οι ιδιώτες επενδυτές που είχαν αναλάβει το συγκεκριμένο ρίσκο του άτυπου «front running», εν μέσω κρίσεων και εκλογικών διαδικασιών.
Μια τρίτη ερμηνεία θα ήταν η ανησυχία για τη μη ευόδωση της προσπάθειας για την ανάκτηση του περίφημου «investment grade», από τους οίκους Moody’s, Fitch ή S&P, λόγω ανησυχιών σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, που είναι συνυφασμένη με το διεθνές ασταθές περιβάλλον. Μια σχετική ανησυχία δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν αδόκιμη.
Ωστόσο, η δική μας ερμηνεία είναι πως το Χρηματιστήριο Αθηνών χτυπήθηκε και αυτό με τη σειρά του από τον Daniel. Διότι οι καταστροφικές εικόνες που είδαμε, οι εφιαλτικές στιγμές που έζησαν οι συμπολίτες μας, οι ζωές που χάθηκαν μέσα στη μανία των φυσικών φαινομένων, καθώς και οι επιβαρύνσεις και οι επιπτώσεις από την πρωτοφανή θεομηνία, αποτιμώνται και σε οικονομικούς όρους.
Οι πρώτοι πρόχειροι υπολογισμοί του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης αναφέρονται σε ένα κόστος της τάξης των 2 δισ. ευρώ όσον αφορά στις καταβολές των αποζημιώσεων, από τις απώλειες και καταστροφές που υπέστησαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αν δε, αναλογιστούμε πως το Δημόσιο κατέβαλε πάνω από 2 δισ. ευρώ, για τις καταστροφές της διετίας 2020-2022, αντιλαμβανόμαστε πως ο λογαριασμός πιθανότατα και να διπλασιαστεί.
Άγνωστο παραμένει το κόστος για την αποκατάσταση των ζημιών στις βασικές υποδομές και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Άγνωστο παραμένει το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων που θα είναι δύσκολο να εξυπηρετηθούν, μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως η οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα.
Δηλαδή δεν θα χρειαστούν μόνο κονδύλια για τις αποζημιώσεις ή κονδύλια για τις αποκαταστάσεις ή κονδύλια για κάποιου είδους «pass», που αφορούν ευθύνη του κράτους. Θα χρειαστούν να γίνουν επιπλέον προβλέψεις στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων και μπορεί να χρειαστούν να γίνουν ακόμα και διαγραφές χρεών για μονάδες που δεν θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν.
Δυστυχώς, ο Daniel αφήνει πίσω του ένα αρνητικό οικονομικό αποτύπωμα, που μπορεί να υπερβεί σε ύψος ακόμα και το 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, αφού η αγροτική, κτηνοτροφική και βιομηχανική παραγωγή του Θεσσαλικού κάμπου συμμετέχει με 5,2% στο ΑΕΠ της χώρας.
Οι επενδυτές θα περιμένουν να αποκτήσουν μια καλύτερη εικόνα, για τις οικονομικές επιπτώσεις στα Δημόσια Ταμεία, στον Εξωτερικό Δανεισμό της χώρας, στην ανακατεύθυνση πόρων από τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης, στην κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού, στις λογιστικές καταστάσεις των τραπεζών και στα μεγέθη των εισηγμένων εταιρειών που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο έχουν επηρεαστεί από τον Daniel.
H Ελλάδα καλείται να αποδείξει στις αγορές, ότι ο Daniel δεν θα αποσταθεροποιήσει την πορεία της οικονομίας, δεν θα δημιουργήσει ελλείμματα και δεν θα αμφισβητήσει τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.