Αποχαιρετίσαμε πριν από λίγες μέρες τον δημοσιογράφο, δοκιμιογράφο, κριτικό λογοτεχνίας Δημήτρη (Μίμη) Ραυτόπουλο. Έναν βαθιά συνειδητοποιημένο δημοκράτη, μια ήρεμη δύναμη, έναν ειλικρινή εκφραστή της εθνικής συμφιλίωσης, άνθρωπο της λογικής και του μέτρου, υπέρμαχο της ελεύθερης έκφρασης, ανιδιοτελή αγωνιστή της Αντίστασης – κατά των κατακτητών, των δογματικών κομμουνιστικών ιδεοληψιών και όλων των ολοκληρωτικών ιδεολογιών.
Στα 101 χρόνια της ζωής του έζησε στο πετσί του όλα τα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα και των πρώτων 25 χρόνων του 21ου: Δύο δικτατορίες, την Κατοχή και την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο και τις συνέπειές του, τα ξερονήσια, την αυτοεξορία μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Άσκησε σκληρή κριτική στην προδικτατορική Αριστερά, αλλά και στην «πρώτη φορά Αριστερά» του Αλέξη Τσίπρα που, όπως έλεγε, δεν ήταν (και δεν είναι) τίποτε άλλο από μια παλαιοκομμουνιστική συνταγή εξίσωσης προς τα κάτω, με έντονο ρεβανσισμό, φαντασιώσεις για νέους Δεκέμβρηδες και τον πατροπαράδοτο αριστερό οπορτουνισμό, πασπαλισμένο με μεγάλες δόσεις συνωμοσιολογίας και μπόλικο ουτοπιστικό μεσσιανισμό.
Όλα αυτά σε συνεργασία με την εθνικολαϊκιστική ακροδεξιά των ΑΝ.ΕΛ, με τους οποίους η «πρώτη φορά Αριστερά», συνεργάστηκε μια χαρά. Όπως έλεγε ο Μίμης, «αν και παρά φύσιν συνεργασία, δεν ήταν και πολύ παρά φύσιν, αν θυμηθούμε τη συμμαχία Χίτλερ – Στάλιν και το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ».
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είχε βαθιά επηρεαστεί από τον Άρθουρ Κέσλερ, τον μεγάλο εβραϊκής καταγωγής Ούγγρο συγγραφέα και δημοσιογράφο, πολεμικό ανταποκριτή κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, πρώην κομμουνιστή, το εμβληματικότερο έργο του οποίου υπήρξε «Το Μηδέν και το Άπειρο». Θέμα του, η ιστορία ενός παλιού μπολσεβίκου, θύματος των σταλινικών εκκαθαρίσεων, που αναγκάστηκε να ομολογήσει «εγκλήματα» που ουδέποτε είχε διαπράξει.
Συχνά ο Ραυτόπουλος αναφερόταν σε ένα κείμενο του Κέσλερ, για τον τρόπο με τον οποίο οι κομμουνιστές υποτιμούσαν τους διανοούμενους: «Ένας διανοούμενος δεν μπορούσε ποτέ να γίνει αληθινός προλετάριος, αλλά είχε καθήκον να πλησιάσει όσο γίνεται περισσότερο τον προλετάριο. Πολλοί το δοκίμαζαν καταργώντας τη γραβάτα, φορώντας το πουλόβερ χωρίς πουκάμισο από κάτω και έχοντας μαύρα νύχια. Όμως κάτι τέτοια φτηνά, της σνομπαρίας, δεν ενθαρρύνονται από την καθοδήγηση. Η σωστή μέθοδος ήταν ποτέ να μη λες, να μη γράφεις και προπάντων να μη σκέφτεσαι οτιδήποτε ξεπερνούσε τον ορίζοντα ενός οδοκαθαριστή»!
Με αυτήν την αντίληψη βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος στη ζωή του ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Από τότε που, στην προδικτατορική «Αυγή» συγκρούστηκε με τον τότε διευθυντή Βασίλη Εφραιμίδη, που αποκαλούσε τους διανοούμενους «φορμαλιστές» και δεν τους εμπιστευόταν την στήλη της βιβλιοκριτικής. Μέχρι την σύγκρουσή του με τον ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρούσε την αριστεία «ρετσινιά».
«Αν αυτό είναι Αριστερά δεν αποδέχομαι την ιδιότητα του αριστερού», είχε γράψει αυτός ο ασυμβίβαστος εχθρός του λαϊκισμού. Και του δογματισμού και της κομματικής λογοκρισίας, που έζησε στο πετσί του.
Πνεύμα ελεύθερο και ανεξάρτητο, Επονίτης στην Κατοχή, αυτόπτης μάρτυρας (και τραυματίας) στα Δεκεμβριανά, εξόριστος στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια, αυτοεξόριστος στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, συνιδρυτής της «Επιθεώρησης Τέχνης» και διευθυντής του περιοδικού «Ηριδανός», πολυβραβευμένος και πιστός υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος ως δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος δίδαξε ήθος, έσκυψε με σεβασμό πάνω από κείμενα, υπηρέτησε με αφοσίωση την ελληνική γλώσσα, ακόμη και όταν ένιωθε πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις πιο σκληρές εκφράσεις.
Ανήκει στους ανθρώπους εκείνους που αισθάνομαι ότι γνώρισα και ένιωσα την ευεργετική τους επίδραση πριν γεννηθώ. Στενός φίλος και συνοδοιπόρος του πατέρα μου Γιάννη Βούλτεψη, όταν εκείνος έφυγε, τον Ιανουάριο του 2010, ο αγαπημένος μας Μίμης έγραψε στην «Αυγή» ένα κείμενο γι’ αυτήν την κοινή πορεία σε χαλεπούς και διχαστικούς και αδελφοκτόνους καιρούς.
Το παραθέτω γιατί πιστεύω πως αξίζει να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο. Και πως ναι, πολλές φορές στην ταραγμένη Ιστορία της πατρίδας μας, και ο γιαλός ήταν στραβός και στραβά αρμενίζαμε. Για να νιώσουμε ξανά όλοι για ποια αναστήματα μιλάμε και ποια πρέπει να είναι τα πρότυπά μας:
Ο Γιάννης Βούλτεψης της «Αυγής»
Του Δημήτρη Ραυτόπουλου
«Εδώ, στην «Αυγή», αρμόζει να αποχαιρετήσω τον φίλο, τον συνάδελφο, τον συνεργάτη Γιάννη Βούλτεψη. Στην «Αυγή», που βλέπω να έχει υποστείλει σήμερα την παντιέρα της μεσίστια.
Η φιλία μας άρχισε πριν από την «Αυγή» και συνεχίστηκε μετά την «Αυγή» την προδικτατορική. Γνωριστήκαμε το 1951 στον Αϊ-Στράτη, στο στρατόπεδο εξορίστων που δημιουργήθηκε μετά τη Μακρόνησο, και η πρώτη συνεργασία μας ήταν θεατρική! Γράφαμε και οι δύο σκετς για το θέατρό μας και σε μερικά απ' αυτά συνεργαστήκαμε. Μας έφερε σε επαφή ο αξέχαστος Παναγιώτης Γκάζγκας, που ήταν επικεφαλής των προγραμμάτων ψυχαγωγίας του στρατοπέδου, για να ενώσουμε το κεφαλονίτικο χιούμορ μας. Το διασκεδάζαμε, πάντως, γράφοντας ελαφρά κομμάτια, και ελαφρώς υπαινικτικά, σε στυλ επιθεώρησης, με τραγούδια, συνήθως παρωδίες γνωστών «σουξέ».
Αργότερα συναντηθήκαμε στη Ρώμη κατά τη δικτατορία και στην «Απογευματινή» κατά τη μεταπολίτευση. Αλλά στην «Αυγή» ήταν η πιο μακρά συνεργασία μας, δεκατρία χρόνια. Στα πρώτα γραφεία της εφημερίδας μας, στην οδό Ικτίνου, πίσω από το Δημαρχείο, γράφαμε όλοι τα βράδια γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι: «Αυτό το τραπέζι είναι για όλους μας», λέγαμε παρωδώντας τον τίτλο ποιήματος του Λειβαδίτη («Αυτό το αστέρι...»), που ήταν κι αυτός ομοτράπεζός μας...
Για όλους μας πάντως ήταν η συναδελφοσύνη, η αλληλεγγύη και -χωρίς να λέμε τώρα, εκ των υστέρων, μεγάλα λόγια- μια κάποια ιδέα για τη δημοσιογραφία, για τη δουλειά μάλιστα του αριστερού δημοσιογράφου και της εφημερίδας στην ανάπηρη δημοκρατία του μετεμφυλίου.
«Αδειούχοι εξόριστοι» ήμαστε και οι δυο, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, όσοι δεν ήταν «άρτι αποφυλακισθέντες». Για να έχει ο σημερινός αναγνώστης μια ιδέα των δημοκρατικών ελευθεριών και των όρων ασκήσεως της δημοσιογραφίας, φτάνει να πούμε ότι, κατά τον νόμο, δεν είχαμε το δικαίωμα απομάκρυνσης από την Αθήνα
χωρίς την άδεια της αστυνομίας, ότι δεν μας έδιναν διαβατήριο, ούτε άδεια οδήγησης. Στην επαρχία, όπου με έστελνε συχνά η εφημερίδα για ρεπορτάζ και έρευνες, πήγαινα παράνομα και μία από τις φορές αυτές, για μια αποστολή - αστραπή στη Βόρεια Ελλάδα (περιοχή απαγορευμένη για τους «εθνικώς υπόπτους»), όταν δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο το ρεπορτάζ και είδαν το όνομά μου, δικάστηκα και καταδικάστηκα.
Ο Βούλτεψης ειδικεύτηκε στο ελεύθερο αστυνομικό ρεπορτάζ και γνώρισε από κοντά τον μηχανισμό της αστυνομικής τρομοκρατίας και των παρακρατικών. Σε μια από τις μεγάλες διαδηλώσεις για το Κυπριακό, το 1958, εγώ κάλυπτα το ρεπορτάζ από την πλευρά των διαδηλωτών και ο Βούλτεψης από την πλευρά της αστυνομίας. Η ατμόσφαιρα ήταν ασφυκτική από τα δακρυγόνα και πολύ «τεταμένη», με επιθέσεις παρακρατικών και αστυνομικών, ξυλοδαρμούς και συλλήψεις. Βρέθηκα κοντά σ' ένα τέτοιο επεισόδιο, οδός Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, και έτρεξα κοντά σε διαδηλωτές που είχαν χτυπηθεί από τραμπούκους, για να σημειώσω... ονόματα και περιγραφές. Τότε μου επιτέθηκε μια ομάδα «αντιδιαδηλωτών», που δρούσαν δίπλα στο επιτελείο της αστυνομικής δύναμης, για να έχουν πλάτες. Και θα με κάνανε λιώμα αν δεν επενέβαινε, όχι η αστυνομία, αλλά ο Βούλτεψης!
- Κύριε διοικητά, φώναξε απευθυνόμενος στον Ρακιντζή, μαζέψτε τον Πεθαμένο! Επιτίθεται τώρα και στους δημοσιογράφους...
Έτσι έμαθα το όνομα του τραμπούκου (ή το παρατσούκλι του), που, όπως μου εξήγησε αργότερα ο σωτήρας μου, ήταν επαγγελματίας γορίλας σε νυχτερινά κέντρα, με πλούσιο ποινικό μητρώο και δραστήριος παρακρατικός.
Το παρακράτος και η αποκάλυψή του. Αυτό ήταν το μεγάλο θέμα του Γιάννη Βούλτεψη και η συμβολή του στην πολιτική ζωή εκείνης της εποχής, όπου η Δημοκρατία αγωνιζόταν να υπάρξει.
Η μεγάλη μάχη του, όπου πραγματικά διέπρεψε, ήταν η υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ξέρουμε - και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε - ότι χωρίς την καταπληκτική έρευνα του απεσταλμένου της «Αυγής», μαζί με τους συναδέλφους Γ. Μπέρτσο της «Ελευθερίας» και Γ. Ρωμαίο του «Βήματος», η υπόθεση θα παρουσιαζόταν σαν τροχαίο ατύχημα ή, το πολύ, ως αυθόρμητη πράξη ανεύθυνων στοιχείων, αντιδιαδηλωτών. Η πέμπτη φάλαγγα του φον Γιοσμά, γερμανοντυμένου προδότη στην Κατοχή και αρχηγού εθνικοσοσιαλιστικής παρακρατικής συμμορίας, των δημοσιογραφικών φερεφώνων της εθνικοφροσύνης και επίορκων κρατικών λειτουργών. Φιλοδοξούσε μάλιστα να το παρουσιάσει ως προβοκάτσια της ΕΔΑ! Οι δημοσιογράφοι έδρασαν εκείνες τις ημέρες του Μαΐου 1963 ακόμα και σαν ντεντέκτιβ, προσήγαγαν ακόμα και μάρτυρες στα ανακριτικά γραφεία. Το «δημοσιογραφικό τρίκυκλο», κατά τη ζωηρή βουλτέψεια έκφραση, πραγματικά ανέτρεψε τη βδελυρή συνωμοσία, που κατά τον πρωταγωνιστή του τρίο, τον Γιάννη Βούλτεψη, ήταν η πρώτη πράξη της «νασερικής» χούντας των συνταγματαρχών, πριν από την κατάληψη της εξουσίας.
Ο δικός μας Βούλτεψης, της «Αυγής», ήταν ο «πλοηγός» στη διασημότερη δημοσιογραφική έρευνα που έγινε ποτέ στην Ελλάδα. «Πλοηγό» τον χαρακτήρισε ο Βασίλης Βασιλικός στα «Πορτραίτα» του (1976). Το έργο Ζ (από το σύνθημα «Ο Λαμπράκης ζει») του Βασιλικού και το φιλμ του Γαβρά με τον Υβ Μοντάν στον ρόλο του Λαμπράκη, που έκανε παγκοσμίως γνωστή την υπόθεση, γράφτηκε βασικά με στοιχεία που περιείχε η πρώτη μορφή του βιβλίου του Βούλτεψη «Υπόθεση Λαμπράκη» του 1966. Ο Βούλτεψης τού έδωσε το βιβλίο, άδετο ακόμα, πριν κυκλοφορήσει, μαζί με συμπληρωματικές περιλήψεις, εξηγήσεις επί χάρτου,
γραφήματα για το πλέγμα των ενόχων και των συναυτουργών και για τις διακλαδώσεις των παρακρατικών συμμοριών, διασυνδέσεις με το επίσημο σύστημα κ.λπ.
Έναν χρόνο μετά τα γεγονότα, το 1964, η μεγάλη έρευνα της «Αυγής’ με τον τίτλο «Ποιοι είναι οι μεγάλοι ένοχοι» σε δέκα συνέχειες, έδωσε, με την πένα του Βούλτεψη, πλήρη εξιστόρηση, με αδιάσειστα στοιχεία, της υπόθεσης και ανάλυση των παραμέτρων της, και βραβεύτηκε στον διαγωνισμό που οργάνωσε το περιοδικό «Ελευθεροτυπία» του Αλ. Φιλιππόπουλου, με κριτική επιτροπή αποτελούμενη από τους αρχισυντάκτες δέκα αθηναϊκών εφημερίδων. Σημειώνω μόνο μία φράση από την τελευταία, δέκατη, συνέχεια:
«Η Τετάρτη Εξουσία δεν ενημέρωνε απλώς την κοινή γνώμη, αλλά μαχόταν κυριολεκτικώς για την αποκάλυψη της αλήθειας με μια αποτελεσματικότητα εξαιρετικά επικίνδυνη» (Η υπόθεση Λαμπράκη, τομ. Β', πρώτη έκδοση, 1963-1967. Η πορεία, η δίκη, η καταδίκη, η προβοκάτσια, εκδ. Αλκυών 1998).
Επικίνδυνη ήταν βέβαια η δημοσιογραφική έρευνα για τους ενόχους, κρατικούς και παρακρατικούς. Ως και διαδήλωση κατά του Βούλτεψη έκανε η λεγόμενη «Εθνική Ασφάλεια» Θεσσαλονίκης: «Έξω ο Βούλγαρος», δηλαδή ο Βούλτεψης. Ο δημοσιογράφος στάθηκε απέναντί τους: «Τώρα τι κάνετε; Διαδήλωση χωροφυλάκων; Βαράτε κιόλας, αν θέλετε. Και θα καλοπεράσετε!». Δεν τόλμησαν, γιατί κάποιοι συνάδελφοί τους, βαθμοφόροι, ήταν κιόλας στο φρέσκο, ενώ άλλοι, μέχρι κι ο διοικητής στρατηγός Μήτσου, γλίτωσαν με παραιτήσεις.
Ο Γιάννης Βούλτεψης ήταν παλικάρι, με την καλή έννοια, όχι του θορυβοποιού κιτρινοδημοσιογράφου, ούτε του πολυθεσίτη και γραφειοκράτη της δημοσιογραφίας. Πίστευε βαθιά, φανατικά σ' αυτό που έκανε, είχε υψηλή ιδέα για την ενημέρωση της λεγόμενης «κοινής γνώμης», επομένως για την ουσιαστική λειτουργία της πολιτικής κοινωνίας. Με αυτό το πνεύμα, δεν δίστασε να συγκρουστεί ακόμα και στην εφημερίδα του και στο κόμμα του, την ΕΔΑ, ιδιαίτερα για τον χειρισμό της υπόθεσης Λαμπράκη.
Αυτά τα αυτονόητα που λέμε συνήθως δεν είναι ποτέ απλά στην πράξη, όταν μάλιστα η ενημέρωση ελέγχεται από συμφέροντα, από ολοκληρωτικά συμπαγή, από δόγματα και τη μακιαβελική λογική τους.
Ο Βούλτεψης τα ετίμησε αυτά, γιατί τα υπηρέτησε με πεποίθηση και με καθαρότητα. Είχε ιδέες πάντα αριστερές, αλλά εκτιμήσεις, απόψεις πολιτικές διαφορετικές από τις δικές μου, όταν π.χ. συναντηθήκαμε στη Ρώμη, κατά τη δικτατορία, στα πλαίσια της αντιστασιακής δραστηριότητας, ή όταν συνεργαστήκαμε στην «Απογευματινή» της μεταπολίτευσης, όπου είχε διευθυντική θέση. Καθώς διηύθυνε την ειδησεογραφία, μου έκανε εντύπωση η δημοκρατική δημοσιογραφική του συνείδηση: ποτέ δεν επέτρεψε η δική του γνώμη, η γνώμη της ιδιοκτησίας ή της πολιτικής που αυτή υποστήριζε, να αλλοιώσει το γεγονός, την είδηση ή να εμποδίζει την αναζήτηση της αλήθειας.
Είχε κάτι πολύτιμο για τον δημοσιογράφο: Ανθρωπιά και δημοκρατική ψυχή».
Τα ίδια πολύτιμα χαρακτηριστικά που διέθετε και τίμησε ο αξέχαστος Δημήτρης Ραυτόπουλος…
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών ΝΔ, δημοσιογράφος