Επί τη ευκαιρία του χθεσινού άρθρου της Nessa Anwar με βάση τα στοιχεία από το Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών για το παγκόσμιο χρέος, έχει ενδιαφέρον να δούμε τα σημαντικά στοιχεία της ανατομίας αυτού του χρέους, από τι θα εξαρτηθεί αν ενέχει αυξημένο κίνδυνο για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και για τις εκτιμήσεις για την πορεία του ελληνικού χρέους μέσα σε έναν κόσμο που όλοι χρωστάνε σε όλους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία στοιχεία του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών, νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις έχουν συσσωρεύσει χρέος 315 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Κάνοντας τον συνειρμό της Anwar, αν μοιράζαμε αυτό το χρέος ανά άτομο, ο καθένας μας θα χρωστούσε περίπου 39.000 δολάρια.
Ποια είναι η ανατομία αυτού του χρέους;
Το χρέος των νοικοκυριών, - στεγαστικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, φοιτητικό χρέος κ.ο.κ- ανερχόταν στις αρχές του 2024 στα 59,1 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Το χρέος των επιχειρήσεων προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές και την ανάπτυξή τους, διαμορφώθηκε στα 164,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, με τον χρηματοπιστωτικό τομέα να αντιπροσωπεύει τα 70,4 τρισεκατομμύρια δολάρια από αυτό το ποσό.
Το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στα 91,4 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αν και πρόκειται για ευμεγέθη ποσά, εντούτοις η απάντηση στο ερώτημα αν τα χρέη αυτά θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν επικεντρώνεται στο συνολικό ύψος του παγκόσμιου χρέους, αλλά όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις, στον λόγο του Χρέους προς ΑΕΠ.
Βλέπετε, οι ανησυχίες για το ύψος του χρέους μιας χώρας, μιας επιχείρησης ή ενός νοικοκυριού ξεκινούν μόνο από τη στιγμή που η υπό εξέταση οικονομική μονάδα δηλώνει αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της ή εκτιμάται ότι είναι θέμα χρόνου να εκδηλώσει αυτή την αδυναμία. Με λίγα λόγια, στον σύγχρονο κόσμο δεν έχει σημασία πόσα χρωστάς, αρκεί να είσαι σε θέση να τα αποπληρώνεις.
Άλλωστε δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε τα χρέη από τη στιγμή που εξυπηρετούνται. Βλέπετε χάρη σε αυτά οι επιχειρήσεις μπορούν να αναπτυχθούν, τα νοικοκυριά μπορούν να εξασφαλίσουν σπουδές και στέγαση, ενώ οι κυβερνήσεις εξασφαλίζουν πολλές φορές τη χρηματοδότηση για κοινωνικές δαπάνες, υποδομές κ.ο.κ.
Και λίγη ιστορία...
Δυστυχώς δεν είναι όλα «αγγελικά πλασμένα».
Υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά δυστυχώς στο κεφάλαιο της συγκέντρωσης χρέους, με πολλές κυβερνήσεις να έχουν συγκεντρώσει μεγάλα χρέη από δαπάνες εν καιρώ πολέμου, όπως οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, ο Γαλλο-Πρωσικός Πόλεμος και ο Εμφύλιος των ΗΠΑ τον 19ο αιώνα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δε, ο πιο ακριβός πόλεμος στην ιστορία, πυροδότησε αρκετές κρίσεις χρέους, με τα περισσότερα από τα εκκρεμή δάνεια να οφείλονται στις Ηνωμένες Πολιτείες
Από τη δεκαετία του 1950, έχουν σημειωθεί τέσσερα μεγάλα κύματα συσσώρευσης χρέους, όπως μας υπενθυμίζει η Anwar.
Το πρώτο κύμα χρέους προήλθε από τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980, το οποίο οδήγησε 16 χώρες αυτής της περιοχής να αναδιαρθρώσουν τα δάνειά τους.
Το δεύτερο κύμα επηρέασε τη Νοτιοανατολική Ασία στις αρχές του 21ου αιώνα, ενώ οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ανέλαβαν το βάρος του τρίτου παγκόσμιου κύματος χρέους κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2008.
Τώρα βρισκόμαστε στο τέταρτο κύμα, το οποίο ξεκίνησε το 2010 και κορυφώθηκε με την πανδημία του Covid-19, καθώς οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να αναλάβουν ακόμη περισσότερα χρέη, προκειμένου να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και τους πολίτες να μετριάσουν τον αντίκτυπο των lockdowns.
Το αποτέλεσμα ήταν το παγκόσμιο χρέος να αυξηθεί στο 256% του ΑΕΠ το 2020, ήτοι μια αύξηση 28 ποσοστιαίων μονάδων, η αλλιώς ή μεγαλύτερη αύξηση χρέους σε ένα έτος από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πανδημία όμως επιδείνωσε ένα πρόβλημα που υπήρχε ήδη. Το χρέος συσσωρευόταν για τουλάχιστον μια δεκαετία πριν, καθώς άτομα, εταιρείες και κυβερνήσεις ξόδευαν πάνω από τις δυνατότητές τους.
Ο λόγος Χρέος/ΑΕΠ θα κάνει τη διαφορά
Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξάνεται ραγδαία από το 2008, γεγονός που μας οδηγεί στο κρίσιμο ερώτημα: Πότε αυτό το χρέος γίνεται μη βιώσιμο;
Η απάντηση είναι όταν δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ή για να εξυπηρετηθεί θα πρέπει μια κυβέρνηση, ενα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση να κάνει περικοπές σε βασικές ανάγκες.
Για παράδειγμα, όταν μια κυβέρνηση αναγκάζεται να κάνει περικοπές σε τομείς όπως η εκπαίδευση ή η υγειονομική περίθαλψη, μόνο και μόνο για να συμβαδίσει με τις πληρωμές του χρέους της, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι ακριβώς ο δείκτης της ικανότητας μιας χώρας να εξυπηρετήσει τα χρέη της, καθώς συγκρίνει το δημόσιο χρέος μιας χώρας με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της.
Όσο πιο μικρός είναι αυτός ο λόγος τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητα της χώρας να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Ακόμα λοιπόν και ένα μεγάλο νούμερο χρέους –αριθμητής- μπορεί να εξομαλυνθεί από ένα εξίσου μεγάλο νούμερο ΑΕΠ-παρονομαστής- δίνοντας έναν συμπαθή λόγο που θα γίνει αποδεκτός από τις αγορές.
Επιστρέφοντας στην Nessa Anwar, θα αναφέρουμε το απλοικό παράδειγμα που δίνει , προκειμένου να αποδείξει γιατί το χρέος σαν απόλυτο νούμερο δεν έχει τελικά και πολύ σημασία. Ανάμεσα σε δύο χώρες, που η καθεμία παρουσιάζει χρέος πέριξ των 30 δις δολαρίων, ποια χώρα πιθανότατα θα έχει στο μέλλον πρόβλημα; Εκείνη που έχει ΑΕΠ πέριξ των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή εκείνη με ΑΕΠ 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων;
Περίπου τα 2/3 του χρέους των 315 τρισεκατομμυρίων δολαρίων προέρχονται από ώριμες οικονομίες με την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμβάλλουν τα μέγιστα.
Όμως την ίδια στιγμή ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ για τις ώριμες οικονομίες έχει πέσει.
Από την άλλη πλευρά, οι αναδυόμενες αγορές εμφανίζουν χρέος 105 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, όμως ο επίμαχος λόγος έφτασε στο νέο υψηλό του 257%, ωθώντας τον συνολικό δείκτη προς τα πάνω για πρώτη φορά σε τρία χρόνια. Η Κίνα, η Ινδία και το Μεξικό ήταν οι μεγαλύτεροι συνεισφέροντες.
Συμπερασματικά λοιπόν, αυτό στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε τα επόμενα χρόνια είναι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ να είναι πολύ μεγαλύτερος από τον ρυθμό ανάπτυξης του χρέους, έτσι ώστε οι εκάστοτε λόγοι Χρέος/Αεπ να βαίνουν μειούμενοι.
Το 2024, το παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ανήλθε σε 109,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι ελαφρώς πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου χρέους. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να διατηρηθεί ή και να καλυτερεύσει αυτή η αναλογία, κάτι που μπορεί να καταστεί εφικτό από ένα τεχνολογικό άλμα, όπως για παράδειγμα η ΑΙ που μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, αρκεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί υπό προϋποθέσεις και διορατικές δικλείδες ασφαλείας.
Η ελληνική πρόοδος
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 161,9% του ΑΕΠ το 2023 και σε 153% του ΑΕΠ το 2024.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι η πιθανότητα αντιστροφής της καθοδικής πορείας του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ είναι περιορισμένη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως και η πιθανότητα υπέρβασης των ορίων 15% και 20% του ΑΕΠ για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Αν η χώρα παραμείνει προσηλωμένη στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και αξιοποιήσει τους ευρωπαϊκούς πόρους, τότε αναμένεται ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ να παραμείνει σε σταθερή καθοδική τροχιά, η οποία ενδεχομένως να ανακοπεί προσωρινά το 2033 για αμιγώς τεχνικούς λόγους.
Το 2033 σηματοδοτεί τη λήξη της αρχικά 10ετούς και εν συνεχεία 20ετούς περιόδου αναβολής πληρωμών τόκων σε δάνεια ύψους περίπου 96 δισ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί από
το EFSF μεταξύ 2012 και 2014. Οι συσσωρευμένοι αναβαλλόμενοι τόκοι που θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος το 2033 ανέρχονται σε περίπου 27 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ του ιδίου έτους.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξετάζεται το ενδεχόμενο οι αναβαλλόμενοι τόκοι να κατανεμηθούν στα προηγούμενα έτη και επουδενί λόγο η στατιστική μεταχείριση των αναβαλλόμενων τόκων δεν θα επηρεάσει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Αυτό που μπορεί να επηρεάσει βέβαια τη βιωσιμότητα του χρέους είναι η χώρα να μην αξιοποιήσει το χρυσό παράθυρο ευκαιρίας που έχει αυτή τη δεκαετία να ανεβάσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, επιστρέφοντας σε παλιότερες καταστροφικές συμπεριφορές. Τουτέστιν, ο εαυτός μας μπορεί για άλλη μια φορά να αποδειχθεί ο χειρότερος εχθρός μας.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.