Διευρύνονται οι ρωγμές στο ράλι των αμερικανικών μετοχών που ξεκίνησε γρήγορα τη νέα χρονιά καθώς η άνοδος των αποδόσεων ενισχύει την ελκυστικότητα των ομολόγων και επηρεάζει αρνητικά τις αποτιμήσεις στο χρηματιστήριο.
Εδώ και εβδομάδες οι μετοχές στη Wall Street έδειχναν αξιοσημείωτη αντοχή στην άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων. Τα σημάδια ότι η Fed θα αναγκαστεί να ανεβάσει τα επιτόκια περισσότερο για να αποθερμάνει την οικονομία και να ελέγξει τον πληθωρισμό ήταν ο λόγος που προκάλεσε την άνοδο των αποδόσεων.
Όμως, οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν φτάσει σε επικίνδυνη ζώνη, σε επίπεδα όπου η «λάμψη» των μετοχών γρήγορα ξεθωριάζει. Η απόδοση στα 6μηνα έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού Δημοσίου για παράδειγμα έχει αυξηθεί στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας 16ετίας, προσφέροντας πλέον 5,02% με πολύ χαμηλότερο ρίσκο.
Είναι σίγουρα πρόκληση για τις μετοχές όταν τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα προσφέρουν απόδοση της τάξης του 5%, εκτιμούν οι αναλυτές της Credit Suisse.
Παρά τις πτωτικές συνεδριάσεις πρόσφατα, οι μετοχές «κάθονται» σε σημαντικά κέρδη ακόμη. Ο δείκτης S&P 500 έχει υποχωρήσει 4,4% από το πρόσφατο υψηλό του αλλά μέχρι στιγμής φέτος κερδίζει 4,1%, ενώ η απόδοση του 10ετους ομολόγου αναφοράς των ΗΠΑ έχει ανεβεί 60 μονάδες βάσης από το χαμηλό του Ιανουαρίου.
Μερικοί strategists επενδυτικών οίκων έχουν αρχίσει να μιλούν για το σενάριο «μη προσγείωσης» όπου η Fed δεν καταφέρνει να αποθερμάνει επαρκώς την οικονομία σύντομα, εξέλιξη που θα την αναγκάσει να στραφεί σε πρόσθετες αυξήσεις στο κόστος χρήματος όπως αυτές που σόκαραν τις αγορές πέρυσι.
Στη BlackRock, τον μεγαλύτερο asset manager του κόσμου, η άποψη είναι ότι περαιτέρω νομισματική σύσφιξη από τη Fed θα είναι άσχημα νέα για τις κινητές αξίες ρίσκου. Ο οίκος αυξάνει τις τοποθετήσεις του σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα ΗΠΑ, διατηρεί έκθεση «underweight» στις μετοχές των ανεπτυγμένων αγορών αλλά είναι «overweight» στις αναδυόμενες αγορές.
«Ο χώρος του σταθερού εισοδήματος επιτέλους προσφέρει «εισόδημα» καθώς οι αποδόσεις έχουν αυξηθεί παγκοσμίως. Αυτό ενισχύει την ελκυστικότητα των ομολόγων μετά τη στέρηση αποδόσεων την οποία υπέφεραν οι επενδυτές για αρκετά χρόνια», σχολιάζουν οι strategists του οίκου.
Την περασμένη εβδομάδα οι αγορές τιμολογούσαν 24% πιθανότητα ότι η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στην επόμενη συνεδρίαση στις 22 Μαρτίου ενώ μόλις πριν ένα μήνα έδιναν 0% πιθανότητα.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, ο δείκτης S&P500 μπορεί να πέσει έως 26% στο πρώτο εξάμηνο καθώς δεν προβλέπει αλλαγή τακτικής από τη Fed στη νομισματική πολιτική. Μετά τη φετινή τους κούρσα οι μετοχές βρίσκονται στα ακριβότερα επίπεδα από το 2007 με βάση το πριμ κινδύνου. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν βρίσκεται κοντά στο τέλος της νομισματικής σύσφιξης και οι εκτιμήσεις για την κερδοφορία των επιχειρήσεων μπορεί να απογοητεύσουν.
«Εκτιμούμε ότι το ρίσκο είναι πλέον ακραίο για τις μετοχές και σχεδόν αδύνατο να δικαιολογηθεί με οποιοδήποτε αφήγημα», επισημαίνει ο επικεφαλής strategist της επενδυτικής τράπεζας.
Οι αναλυτές της Credit Suisse προτιμούν τις μετοχές εκτός των ΗΠΑ που εμφανίζουν πιο ελκυστικές αποτιμήσεις. Ο δείκτης STOXX 600 των ευρωπαϊκών μετοχών έχει πολλαπλασιαστή κερδών (Ρ/Ε) 12,8, πολύ χαμηλότερο από το Ρ/Ε του S&P500 στο 18,2. Ο αντίστοιχος πολλαπλασιαστής του δείκτη Nikkei στην Ιαπωνία βρίσκεται στο 15,4.
Aν κρίνει κανείς από την ιστορία, αυτή είναι με την πλευρά των «ταύρων», εν μέρει λόγω της ανόδου 6,2% του S&P 500 τον Ιανουάριο. Στις χρονιές όπου ο S&P 500 σημείωσε άνοδο τον Ιανουάριο ακολούθησαν πρόσθετα κέρδη στους υπόλοιπους μήνες (Φεβρουάριος-Δεκέμβριος) στο 83% των περιπτώσεων με τη μέση άνοδο να είναι της τάξης του 11%.
Οι strategists στη Goldman Sachs εκτιμούν ότι η άνοδος των αποδόσεων στα ομόλογα θα πλήξει τις αποτιμήσεις των μετοχών τεχνολογίας. Οι επενδυτές όμως θα είναι διστακτικοί στο να γυρίσουν πωλητές μετά την περυσινή πτώση που είδε τον S&P 500 να χάνει 19,4%. Πρόκειται για αδιέξοδο που εξηγεί γιατί διατηρεί «ουδέτερη» στάση το επόμενο 12μηνο.