Η παλίρροια των επιτοκίων πέρασε, αλλά η ανακούφιση για την παγκόσμια οικονομία μπορεί να είναι περιορισμένη καθώς οι νομισματικές αρχές ανησυχούν για την απειλή αναζωπύρωσης του πληθωρισμού.
Αυτό είναι το κυρίαρχο θέμα φέτος στους κύκλους των κεντρικών τραπεζών. Μόνο τρεις δείχνουν έτοιμες να μειώσουν το κόστος δανεισμού, αλλά ο ρυθμός χαλάρωσης για τις περισσότερες δεν θα ακολουθήσει τον ταχύ ρυθμό νομισματικής σύσφιξης που προηγήθηκε.
Ακόμη και στην περίπτωση που οι ανησυχίες με την επιμονή του πληθωρισμού στις ΗΠΑ αποδειχτούν υπερβολικές ώστε η Fed να είναι σε θέση να ξεκινήσει τις μειώσεις, η θηλιά της νομισματικής πολιτικής στην παγκόσμια οικονομία δεν θα γίνει πολύ χαλαρότερη.
Το κόστος δανεισμού στις αναπτυγμένες οικονομίες δεν αναμένεται να πέσει πάνω από 100 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του 2024 και θα είναι μόνο κλάσμα της συνολικής αύξησης των 435 μονάδων βάσης από τα μέσα του 2021.
Η δε χρονική υστέρηση μέχρις ότου οι επιπτώσεις της νομισματικής χαλάρωσης μεταδοθούν στην οικονομία σημαίνει ότι θα πάρει χρόνο για να γίνουν αισθητές οι θετικές επιδράσεις.
Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη στήριξη των αναιμικών οικονομιών και την ανάγκη να αποφευχθεί μία επανέξαρση των πληθωριστικών πιέσεων, κάτι που θα μπορούσε να προκληθεί από ένα νέο ενεργειακό σοκ.
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ φέτος, το θολό τοπίο όσον αφορά στην πολιτική της Fed και οι γεωπολιτικές εντάσεις αυξάνουν τα ρίσκα.
Πρόωρη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να προκαλέσει νέες πληθωριστικές εκπλήξεις που ίσως με τη σειρά τους οδηγήσουν σε περαιτέρω σύσφιξη, τόνισε η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Kristalina Georgieva, σε πρόσφατη ομιλία της πριν από την εαρινή σύνοδο του Ταμείου. Από την άλλη, το να αναβάλλεις για πολύ τις μειώσεις επιτοκίων μπορεί να φρενάρει την οικονομική δραστηριότητα.
Η νομισματική πολιτική μπορεί να παραμείνει περιοριστική στη Νότιο Αφρική και στην Αργεντινή και η Ιαπωνία μπορεί να συνεχίσει την έξοδο από την υπερχαλαρή πολιτική της, όμως για τον υπόλοιπο κόσμο οι κύκλοι επιτοκιακών μειώσεων που θα αρχίσουν ή θα συνεχίσουν θα προσφέρουν μικρή μόνο ανακούφιση στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις.
Στις ΗΠΑ μετά την αποκλιμάκωση πέρυσι, οι πληθωριστικές πιέσεις ενισχύονται και πάλι το 2024. Το ερώτημα είναι αν πρόκειται για κάτι παροδικό ή για ένα πιο ανησυχητικό σημάδι ότι η πρόοδος έχει φρενάρει.
Τα τελευταία στοιχεία από το μέτωπο του πληθωρισμού κλίνουν προς το τελευταίο καθώς για τρίτο συνεχή μήνα τον Μάρτιο ο υποκείμενος πληθωρισμός υπερέβη τις προβλέψεις των οικονομολόγων. Οι αγορές πλέον βλέπουν μόνο δύο μειώσεις φέτος, αρχίζοντας από τον Σεπτέμβριο με βάση την τιμολόγηση των futures.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τα μακροοικονομικά στοιχεία των επόμενων μηνών, από το τάιμινγκ της πρώτης κίνησης μέχρι τον αριθμό των μειώσεων φέτος.
Στην ευρωζώνη η ΕΚΤ είναι καθ’ οδόν για την πρώτη μείωση στη συνεδρίαση του Ιουνίου, όπως άφησε να εννοηθεί η πρόεδρος Christine Lagarde. Όπως δείχνουν τα περάγματα η ευρωζώνη θα είναι η πρώτη από τις μεγάλες οικονομίες που θα αρχίσει τη νομισματική χαλάρωση. Με τη Fed να μην δείχνει παρόμοια όρεξη, η ΕΚΤ μπορεί να βρεθεί να βαδίζει μόνη της.
Η πιθανότητα εξασθένησης του ευρώ λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων μπορεί να επαναφέρει την απειλή του πληθωρισμού, όπως και μία άνοδος των τιμών πετρελαίου, φρενάροντας τις προσπάθειες της ΕΚΤ να τονώσει τη χλιαρή οικονομία των χωρών του κοινού νομίσματος.