Εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, οι επενδυτές στις παγκόσμιες αγορές μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων, ακίνητης περιουσίας, κρυπτονομισμάτων κ.λ.π., έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στην πορεία των επιτοκίων αναφοράς και τις κινήσεις των κεντρικών τραπεζών πάνω σε αυτό το ζήτημα. Από την άνοιξη του 2022 μέχρι το φθινόπωρο του 2023 οι επενδυτές προσπαθούσαν να προβλέψουν το πότε και το που θα σταματούσε η επιθετική άνοδος των επιτοκίων και από εκεί και μετά όλοι προσπαθούν να μαντέψουν πότε θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία.
Παρά το γεγονός πως η σχετική προσπάθεια έχει αποτύχει παταγωδώς μέχρι στιγμής μέσα στο 2024, η προσπάθεια εξαγωγής πολύτιμων συμπερασμάτων από τη μελέτη των οικονομικών στοιχείων που ανακοινώνονται καθημερινά και από τις συνεχείς δημόσιες δηλώσεις και ομιλίες των διαφόρων αξιωματούχων της αμερικανικής Fed και άλλων σημαντικών κεντρικών τραπεζών, συνεχίζεται.
Όπως προείπαμε, η προσπάθεια αυτή δεν έχει στεφθεί με επιτυχία, και κάποια πράγματα που διαβάσαμε τις τελευταίες μέρες ίσως να εξηγούν την αδυναμία των αγορών και των οικονομολόγων να μπορέσουν να προβλέψουν το πότε θα ξεκινήσει αυτή η πολυπόθητη μείωση, ιδίως στις ΗΠΑ από τη Fed.
Η άποψη του Μπιλ Ντάντλεϊ που φιλοξένησε προ ημερών το Black Box ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα, αφού μας έδειξε πως κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος πως οι θεωρίες πάνω στις οποίες βασίζονται οι αποφάσεις της Fed είναι προσαρμοσμένες σωστά πάνω στην τρέχουσα πραγματικότητα. Η εκτίμηση του Ντάντλεϊ δεν είναι βέβαια υποχρεωτικά σωστή αλλά πρέπει να τη λάβουμε υπόψη μας. Υπόψη μας πρέπει να λάβουμε και άρθρα όπως αυτό που δημοσιεύθηκε στο Barron’s.
Σε αυτό το άρθρο η δημοσιογράφος Megan Leonhardt υποστήριξε πως τα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώνονται περιοδικά από τις κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είναι κατά κάποιον τρόπο αναξιόπιστα και υπονομεύουν την προσπάθεια της Fed και των αξιωματούχων της να πάρουν τις κατάλληλες για την περίσταση αποφάσεις.
Η Leonhardt επισημαίνει δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο είναι πως η διαδικασία διενέργειας των διαφόρων ερευνών έχει γίνει πολύ περισσότερο πολύπλοκη απ’ ότι στο παρελθόν και το αποτέλεσμα πολλών ερευνών επηρεάζεται πολύ από προσωρινούς, μη επαναλαμβανόμενους παράγοντες. Το δεύτερο είναι πως πολύ συχνά τα αποτελέσματα μίας έρευνας ή μέτρησης αναθεωρούνται σημαντικά μετά από μερικούς μήνες.
Κατά την Leonhardt, όλα αυτά έχουν δυσκολέψει πολύ το έργο της Fed και είναι πολύ πιθανόν να την κάνουν πολύ πιο διστακτική στη λήψη αποφάσεων. Όπως ανέφερε στο παραπάνω άρθρο ο Torsten Sløk, οικονομολόγος της Apollo Global Management, όλα αυτά έχουν κάνει πολύ πιο δύσκολο το «διάβασμα» της κρυστάλλινης σφαίρας των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας και του διοικητή Πάουελ.
Αν όμως τα παραπάνω προβληματίζουν τις αγορές και την ίδια τη Fed, αυτό που θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωση επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι απείρως σημαντικότερο και θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς τον τρόπο λειτουργίας των αγορών, καθώς και να μειώσει κατά πολύ την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην αμερικανική οικονομία και το δολάριο. Και βέβαια, θα μπορούσε να φέρει την απομάκρυνση ή την πλήρη αποδυνάμωση του Πάουελ και των συνεργατών του.
Αναφερόμαστε σε κάτι που δεν έχει κρύψει εντελώς ο Τραμπ: την επιθυμία του να απομακρύνει από τη θέση του τον διοικητή Πάουελ, τον οποίον κατηγορεί πως έκανε μεγάλη ζημιά στην οικονομία το 2018 όταν ανέβασε τα επιτόκια αναφοράς και πως έκανε το ίδιο και από το 2022 μέχρι τώρα. Πιθανότατα, ο πρώην πρόεδρος θεωρεί πως ο Πάουελ του έκανε και εκλογική ζημιά το 2020.
Αυτή τη στιγμή, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να απομακρύνει τον/την επικεφαλής της Fed. Αν λοιπόν ο Τραμπ επανεκλεγεί θα προσπαθήσει να πιέσει τον Πάουελ με διάφορους τρόπους προκειμένου αυτός να παραιτηθεί. Αυτό τουλάχιστον σύμφωνα με την πλειοψηφία των 484 συνδρομητών που συμμετείχαν στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του Bloomberg Markets Live Pulse, η οποία διεξήχθη από την 27η μέχρι την 31η Μαΐου και τα αποτελέσματά της εμφανίστηκαν στο Bloomberg την 2η Ιουνίου. Το 35,40% πιστεύει πως ο Τραμπ θα πιέσει μέσω δημοσίων δηλώσεων ή αναρτήσεων σε κοινωνικά δίκτυα με τις οποίες θα ασκεί κριτική στην πολιτική της Fed. Το 14,10% πιστεύει πως ο Τραμπ θα πάει λίγο παραπέρα και θα επιδιώξει την απομάκρυνση του Πάουελ ή μάλλον τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση.
Το 44,30% όμως εκτιμά πως ο Τραμπ δεν θα μείνει εκεί και θα προσπαθήσει να πετύχει αλλαγές στη νομοθεσία με στόχο τον περιορισμό της ανεξαρτησίας της Fed και των εξουσιών του προέδρου της. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, καθώς το αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει πολλές ασφαλιστικές δικλείδες. Δεν είναι όμως και αδύνατον, ειδικά αν το ρεπουμπλικανικό κόμμα καταφέρει να εξασφαλίσει τον έλεγχο και των δύο νομοθετικών σωμάτων.
Πριν προχωρήσουμε παραπέρα, σημειώνουμε πως το ποσοστό των συμμετεχόντων που πιστεύει πως ο Τραμπ θα αφήσει ήσυχη τη Fed είναι μόνο 6,20%. Από τα τέσσερα ενδεχόμενα που αναφέραμε πριν, είναι προφανές πως αυτό που θα ανησυχήσει πάρα πολύ τις αγορές είναι αυτό του περιορισμού της ανεξαρτησίας της Fed και της αποδυνάμωσης του προέδρου της.
Κάτι τέτοιο, ασχέτως με το πόσο εύκολο θα είναι να το πετύχει ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι βέβαιο πως θα δημιουργήσει πολύ σημαντικές ανησυχίες στις αγορές. Όπως είπε στο Bloomberg η Diane Swonk, επικεφαλής οικονομολόγος της KPMG LLP, μία εκδήλωση πραγματικής επίθεσης κατά της ανεξαρτησίας της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας θα είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα σοβαρές πιέσεις στην αγορά ομολόγων και παράπλευρες αρνητικές συνέπειες στις αγορές μετοχών.
Όπως αναφέρεται επίσης στο ίδιο άρθρο του Bloomberg, μία τέτοια κίνηση θα είχε ως γενικότερο αποτέλεσμα την υπονόμευση της εμπιστοσύνης των αγορών στην ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να καθοδηγήσει τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, καθώς θα δημιουργηθεί η εντύπωση πως η ηγεσία της θα είναι πλέον εύκολο να «καθοδηγηθεί» από την πολιτική ηγεσία πάνω στο θέμα του ορισμού των επιτοκίων αναφοράς.
Η Subadra Rajappa, ανώτατο στέλεχος της Societe General στη Νέα Υόρκη, δήλωσε χαρακτηριστικά στο Bloomberg πως η ανεξαρτησία της Fed είναι ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας και πρόσθεσε πως «ασκούμε συχνά κριτική στη Fed για τις αποφάσεις της αλλά το σύστημα δουλεύει καλά για πάνω από έναν αιώνα».
Το γεγονός πως ένα μεγάλο ποσοστό των 484 που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση του Bloomberg πιστεύει πως ο Ντόναλντ Τραμπ (εφόσον επανεκλεγεί) θα προσπαθήσει να «επιτεθεί» στη Fed δεν σημαίνει βέβαια πως θα κάνει κάτι τέτοιο. Όχι μόνο γιατί γενικά η συμπεριφορά του είναι συνήθως απρόβλεπτη αλλά και γιατί μπορεί απλά να αποφασίσει πως δεν τον συμφέρει μία τέτοια κίνηση.
Οι υποψίες της αγοράς όμως έχουν βάση, καθώς αρκετοί συνεργάτες του Τραμπ έχουν αναφερθεί στην πιθανότητα λήψης νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα έχουν σαν στόχο την ενίσχυση του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει στη Fed ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Όλοι όμως προσθέτουν πως αυτό είναι ανεπίσημο και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν αποτελεί επίσημη θέση της προεκλογικής εκστρατείας του.
Ό,τι και να λένε πάντως οι συνεργάτες του πρώην προέδρου, δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχει ανοίξει μία συζήτηση που μέχρι πριν μερικά χρόνια ήταν εντελώς αδιανόητη. Αυτό από μόνο του πρέπει να δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό. Όχι γιατί ο τρόπος με τον οποίον έχει αντιμετωπίσει η Fed (και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες) τα προβλήματα των τελευταίων δεκαετιών ήταν ιδανικός αλλά γιατί κανείς δεν έχει την πραγματική ιδέα για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος.
Δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ στην περίπτωση (αυτό είναι πρακτικά βέβαιο) που θα αποτελέσει τον υποψήφιο πρόεδρο των ρεπουμπλικανών και θα καταφέρει να εκλεγεί για δεύτερη φορά. Έχουμε προειδοποιηθεί όμως και στην περίπτωση που αποφασίσει να κινηθεί εναντίον της Fed δεν θα μπορούμε να πούμε πως ήταν αδύνατον να έχουμε φανταστεί κάτι τέτοιο.