Μία μετά την άλλη, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες ανακοινώνουν τα κέρδη τους για το 2022, τα οποία ξεπερνούν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις τους. Στην πραγματικότητα, τα οικονομικά τους αποτελέσματα δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο. Ενώ θα περίμενε κανείς να είναι οι γνωστοί ύποπτοι, Gazprom, Saudi Aramco και China Petroleum, που εκμεταλλεύτηκαν την εκτίναξη των τιμών στα καύσιμα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα νούμερα και των μεγάλων δυτικών πετρελαϊκών εταιριών «ζαλίζουν».
Η Exxon ανακοίνωσε τα υψηλότερα κέρδη στα 152 χρόνια ιστορίας της. Πάνω από 55 δισ. δολάρια ήταν τα κέρδη το 2022, περισσότερα από τις Amazon, Procter & Gamble και Tesla μαζί (με βάση το Bloomberg). Η BP ανακοίνωσε κέρδη - ρεκόρ σχεδόν 28 δισ. δολαρίων για το 2022 (το προηγούμενο ρεκόρ της ήταν 26 δις δολάρια το 2008) και η TotalEnergies κέρδη 36 δις δολάρια. Συνολικά, οι μεγάλες δυτικές πετρελαϊκές εταιρίες, με βάση τα ανακοινωμένα οικονομικά τους στοιχεία, ξεπέρασαν τα 250 δισ. δολάρια κέρδη.
Κι ενώ οι μεγάλες αυτές εταιρίες πετρελαίου απολαμβάνουν υπερκέρδη, που ούτε που φαντάζονταν μόλις πριν από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών ημερών της πανδημίας, οι ηγέτες των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής προσπαθούν να τις πείσουν να ρίξουν τις τιμές για τους καταναλωτές και να επιστρέψουν ένα μέρος των υπερκερδών τους στην κοινωνία. Μόνο στην Ευρώπη το κόστος της ενεργειακής κρίσης ξεπέρασε τα 700 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα, το 2022, δαπάνησε 8 δισ. ευρώ για τη στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας και επιπλέον 2 δισ. ευρώ για τα καύσιμα (θέρμανσης, fuel pass κτλ).
Αλλά και στην Αμερική, τις τελευταίες μέρες ο Λευκός Οίκος επέκρινε ιδιαίτερα έντονα την Exxon για τα εξωφρενικά κέρδη της τελευταίας. Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου μάλιστα χαρακτήρισε τα κέρδη της Exxon «σκανδαλώδη». «Τα αποτελέσματά μας ωφελήθηκαν σαφώς από μια ευνοϊκή αγορά» απάντησε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Exxon, ενώ ο Λευκός Οίκος συνέχισε τις επικρίσεις για την Exxon, τονίζοντας πως καταβάλει δισεκατομμύρια στους μετόχους της αντί να επανεπενδύει τα κέρδη για να αυξάνει την παραγωγή και να πέσουν οι τιμές στην αντλία.
Πριν λίγο καιρό η Exxon είχε συγκρουστεί και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) για τη φορολόγηση των υπερκερδών της. Συγκεκριμένα, η ExxonMobil μήνυσε την ΕΕ στο τέλος του προηγούμενου χρόνου, επιχειρώντας να την αναγκάσει να καταργήσει τον νέο έκτακτο φόρο στους πετρελαϊκούς ομίλους, υποστηρίζοντας ότι οι Βρυξέλλες υπερέβησαν τη «νόμιμη εξουσία» τους κατά την επιβολή του μέτρου. Η αγωγή κατατέθηκε από τις θυγατρικές της στη Γερμανία και την Ολλανδία στο Ευρωπαϊκό Γενικό Δικαστήριο στην πόλη του Λουξεμβούργου.
Η ΕΕ είχε δηλώσει ότι θα συγκεντρώσει 25 δις ευρώ από τον φόρο «για να βοηθήσει στη μείωση των λογαριασμών ενέργειας» των οικονομικά ασθενέστερων. Τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, Βρυξέλλες και Ευρώπη ταρακουνιόνται ακόμα από το «QatarGate», όπου τα λόμπι των ορυκτών καυσίμων πιάστηκαν να δωροδοκούν στην «καρδιά» των ευρωπαϊκών αποφάσεων.
Και όλα αυτά, ενώ η κλιματική και κοινωνική απορρύθμιση συνεχίζεται με μεγάλη ταχύτητα. «Σήμερα, οι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους, γνωρίζοντας ότι το παραγωγικό τους μοντέλο είναι ασύμβατο με την επιβίωση της ανθρωπότητας», ξεκαθάρισε ο Γκουτέρες στο Νταβός. Είναι γνωστό πως παραγωγοί ορυκτών πηγών ενέργειας γνώριζαν από το 1980 ότι το βασικό προϊόν τους θα κατέκαιγε τον πλανήτη. Τόσο το «Shell Confidential Report» του 1988 όσο και το εσωτερικό υπόμνημα της Exxon του 1981 προειδοποιούσαν πως σε 50 χρόνια είναι πιθανό οι συνέπειες της καύσης άνθρακα να αποβούν καταστροφικές, τουλάχιστον για ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ θεωρεί ότι οι υπεύθυνοι πρέπει να διωχθούν ποινικά, γιατί γνώριζαν για τις επιπτώσεις της δραστηριότητάς τους, που αφορούσε στην «εξόρυξη - μεταφορά - καύση» ορυκτών καυσίμων, και το απέκρυψαν, παρά την απειλή κατάρρευσης των οικοσυστημάτων. Κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο να συμβεί. Το αντίθετο ισχύει. Ακόμα στην Ευρώπη υπάρχουν συνθήκες που προστατεύουν τις επενδύσεις ορυκτών καυσίμων. Για παράδειγμα, η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας (Energy Charter Treaty) του 1998, επιτρέπει στις εταιρίες ορυκτών καυσίμων να μηνύσουν τις κυβερνήσεις για πολιτικές που επηρεάζουν τις επενδύσεις τους. Η συζήτηση για να αλλάξει αυτή η συνθήκη έχει εκκινήσει, αλλά θέλει χρόνο.
Εδώ όμως εντοπίζεται ο κρίσιμος ρόλος της πολιτικής. Να ενώσει τους πολίτες στην ανάγκη ριζικής αναθεώρησης αυτού του παρωχημένου υποδείγματος ανάπτυξης, που δημιουργεί αλυσίδες τρομακτικής κερδοσκοπίας για τους βασικούς του συντελεστές και γεννάει κρίσεις και ανισότητες για τους υπολοίπους.
* Ο Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ