Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας είναι πολλές και κρίσιμες: Να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες δημοσιονομικής λειτουργίας της ΕΕ και να κατακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα στους επόμενους μήνες. Να αντιμετωπίσουμε τη συνεχιζόμενη πίεση στο μέτωπο των τιμών και ιδιαιτέρως των τροφίμων περιορίζοντας έτσι και το ποσοστό των προς φτωχοποίηση πολιτών αλλά βελτιώνοντας και το επίπεδο ευημερίας του μέσου πολίτη. Να βελτιώσουμε την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος σε περιβάλλον αυξανόμενων (για το 2023) επιτοκίων αλλά και να βελτιωθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας διατηρώντας τη δημοσιονομική ισορροπία με στόχο να αντισταθούμε στις υφεσιακές πιέσεις.
Σε αυτό πραγματικά θα βοηθήσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης εφόσον βέβαια τα απαλλάξουμε από τη δημοσιονομική και γραφειοκρατική ασφυξία των διοικητικών μηχανισμών προωθώντας και τη θέση της Ελλάδος και του Ευρωπαϊκού Νότου στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να επιτευχθούν σε ένα περιβάλλον όπου θα πρέπει να υπάρξουν βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές: Η καινοτομία και η δημιουργικότητα θα πρέπει να απαλλαγεί από τον πονηρό εναγκαλισμό από τους μηχανισμούς που κανονικά θα έπρεπε να την προωθούν και η απονομή της δικαιοσύνης να αυξήσει την κοινωνική της ευαισθησία ώστε να ανταποκριθεί στην ανάγκη της ταχείας απονομής της ιδίως στα οικονομικά θέματα.
Όμως όλα αυτά έχουν ένα απλό δείκτη παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής τους: Τις επενδύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες) στη χώρα. Είναι ένας απόλυτος δείκτης εμπιστοσύνης και αποτελεσματικότητας της διακυβέρνησης. Στην Ελλάδα έχουν υποστεί καθίζηση (14% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 22% στην Ευρωπαϊκή Ένωση) και αυτό δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο αφού ήρθε να επικαθήσει στην χώρα ως κρίσιμο μεταμνημονιακό κατάλοιπο μαζί με το γεγονός ότι μειώθηκε και το κατά κεφαλή ΑΕΠ κατά 30% περίπου.
Υπάρχουν πολλοί και σοβαροί λόγοι που δεν μπορούμε εύκολα να καλύψουμε το επενδυτικό κενό που έχει δημιουργηθεί παρόλο που είναι ίσως από τα κρισιμότερα οικονομικά μεγέθη που σχετίζονται με τη μελλοντική επιβίωση της κοινωνίας μας: Υψηλός σημαντικός κίνδυνος και λόγω μνημονιακού παρελθόντος (υψηλό χρέος), ορισμένες μακροχρόνιες ανορθολογικές συμπεριφορές όπου έννοιες του μέλλοντος, του πλούτου, του ταλέντου και της συνεργασίας δεν κατέχουν την υψηλότερη θέση προτεραιότητας, συρρικνούμενος πληθυσμός, άρα και περιορισμός από την αγορά εργασίας, μικρή σχετικά αγορά κ.α.
Όμως κερδίζουμε και θετικά σημεία που μπορεί να αλλάξουν την ελληνική οικονομία για τα καλά: Καινούργιες διαστάσεις γεωγραφικής σημασίας (τελευταίο Ν.Α. σύνορο της δύσης), ενεργειακή κρισιμότητα για τη Ν.Α. Ευρώπη, δημοσιονομική ισορροπία, και πάνω απ’ όλα πολιτική και κοινωνική σταθερότητα.
Με βάση λοιπόν το περιβάλλον αυτό αλλά και τις προβλέψεις που κάνουμε και δημοσιοποιούμε κάθε βδομάδα (Oxford Economics) για την Ελληνική οικονομία, είναι εφικτό στο τέλος της καινούργιας τετραετίας οι επενδύσεις στην Ελλάδα να αυξηθούν σε σταθερές τιμές κοντά στο 30%. Αυτό θα ήταν άριστος στόχος για την νέα κυβέρνηση και πολιτική επιτυχία!
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ