Οι διεθνείς κρίσεις με χρηματοοικονομικές ή δημοσιονομικές και, τώρα πλέον γεωπολιτικές (ενεργειακές), αφορμές συνέβαιναν πάντοτε στον κόσμο - με τις ανάλογες επιπτώσεις τους στον ρυθμό ανάπτυξης, στο διεθνές εμπόριο και την απασχόληση. Μια από τις μεγάλες κρίσεις προ του 2008, αυτή του 1992, ήταν μόνο το 1/3 του μεγέθους αυτής του 2008.
Θυμίζουμε ότι η κρίση του 2008 των ενυπόθηκων δανείων (subprimes) ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και σταδιακά έπληξε με διαφορετική ένταση διάφορες οικονομίες (Ντουμπάι, Ιρλανδία, Λετονία, Ρουμανία, Ιταλία, Εσθονία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία). Το κανάλι μετάδοσης της κρίσης ήταν το τραπεζικό σύστημα (περιορισμός της ρευστότητας), γεγονός που έπληξε και την βιωσιμότητα του δανεισμού του δημόσιου τομέα.1
Έτσι, δημιουργήθηκαν προβλήματα που αφορούσαν στο επίπεδο της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης (net international investment position) και στην ευρύτερη βιωσιμότητα του χρέους ορισμένων οικονομιών. Στην εν λόγω συζήτηση, η ελληνική οικονομία λόγω του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού δανεισμού του δημοσίου τομέα πλήχθηκε σημαντικά από την κρίση του 2008. Μάλιστα, η European Commission στο Debt Sustainability Monitor για το 2040, προέβλεπε ότι χωρίς την λήψη μέτρων, οι εκτιμήσεις για το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ θα ήταν εξαιρετικά δυσμενείς (Ελλάδα 360,5 δις., Ιρλανδία 403,8 δις., Πορτογαλία 202 δις., Ισπανία 320 δις.).2
Το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης δημιούργησε ένα δύσκολο περιβάλλον χωρίς πολλές δυνατότητες για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ορισμένοι παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό αφορούσαν στις κατακερματισμένες αγορές και στις ασυμμετρίες στα τραπεζικά διαθέσιμα και στις χρηματικές ροές. Η EKT δεν επιτρεπόταν να παρεμβαίνει στις λειτουργίες των ανοιχτών αγορών και δεν υπήρχε κοινό ταμείο για την αντιμετώπιση των κρίσεων ρευστότητας, στοιχεία που δημιούργησαν ισορροπίες πολλαπλών δεσμών (multiple bond equilibria). To Minsky moment μετέτρεψε την χρηματοοικονομική κρίση σε ύφεση και έπρεπε να έλθει το 2012 ο Draghi με το “whatever it takes” για να δώσει τέλος στην κρίση δίνοντας εντολή στην ΕΚΤ να λύσει το θέμα ρευστότητας, ανατρέποντας ουσιαστικά τον μέχρι τότε τρόπο λειτουργίας της Ευρωζώνης. Με αυτόν τον τρόπο, θεμελιώθηκε και η προοπτική να αλλάξει το μεσομακροπρόθεσμο μοντέλο λειτουργίας της Ευρωζώνης. Να σημειωθεί ότι σήμερα η αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων και οι μέχρι τώρα ακολουθητέες πρακτικές (δάνεια ESM προς την Ελλάδα, RRF), δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Σ’ αυτό βοηθούν βέβαια και οι εντονότατες γεωστρατηγικές πιέσεις.
Η ανάλυση αυτή ήταν απαραίτητη για να γίνει κατανοητό ότι η ελληνική κρίση του 2010 ήταν μέρος μίας ευρύτερης διεθνούς και ευρωπαϊκής κρίσης. Για την αντιμετώπισή της επιλέχθηκαν διεθνώς συγκεκριμένες μέθοδοι, που λόγω του μεγάλου ύψους των ελληνικών προγραμμάτων, εφαρμόστηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα. Παρόλο που είχαν καλή αιτιώδη θεμελίωση, παρήγαγαν πολύ δύσκολα κάποια ουσιαστικά αποτελέσματα στα προβλήματα που καλούντο να αντιμετωπίσουν, τόσο σε όρους χρόνου όσο και σε όρους αποτελεσματικότητας. Αυτό είτε διότι ο σχεδιασμός τους ήταν προβληματικός είτε διότι η εσωτερική υποδοχή τους ήταν προβληματική. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων σε συνδυασμό με την μετάθεση των λήξεων των δανείων προς την Ελλάδα μετά το 2032 δημιούργησαν μια ανάπαυλα (breathing space) για την ελληνική οικονομία, χωρίς όμως τραπεζικό σύστημα για μια δεκαετία (τώρα επανέρχεται).
Η απαιτούμενη προσαρμογή, τόσο σε ένταση όσο και σε ταχύτητα, της καθαρής επενδυτικής θέσης μέσω των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων εξαρτήθηκε από: (i) τα αποθέματα του χρέους (ιδιωτικού και δημοσίου), (ii) τις ροές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (που εκτός από κίνηση κεφαλαίων υπήρχαν και αιφνίδιες παύσεις – sudden stops), (iii) τα εμπορικά ισοζύγια των εμπορεύσιμων έναντι των μη εμπορεύσιμων αγαθών και (iv) την ευελιξία υποκατάστασης των εμπορεύσιμων προς τα μη εμπορεύσιμα αγαθά.3
Οι χώρες δανειστές (Φινλανδία, Ολλανδία, Γερμανία, Βέλγιο) στήριξαν τις χώρες που είχαν δανειστεί και συνεπώς είχαν σοβαρή ευθύνη επί των αποφάσεων. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε εμπειρία από την διαχείριση παρόμοιων κρίσεων σε (μη) βέλτιστες νομισματικές ζώνες όπου η κεντρική τράπεζα δεν είναι επιφορτισμένη με την τήρηση της σταθερότητας των τιμών και την εξασφάλιση της απασχόλησης. Ως αποτέλεσμα, οι αποφάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης είχαν τον χαρακτήρα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανάπτυξης πολιτικών της προσφοράς με στόχο την απομόχλευση του χρέους και για την Ελλάδα συγκεκριμένα, την εσωτερική υποτίμηση που με τη σειρά της οδήγησε στην μείωση του εγχώριου πλούτου και εισοδήματος.
Τα βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής κρίσης αναφέρονταν κυρίως στην ύπαρξη κοινωνικών αξιών και πολιτικών συμπεριφορών4 οι οποίες συντηρούσαν τις μακροοικονομικές ισορροπίες (δανειακά κεφάλαια), την ύπαρξη ασθενούς θεσμικού πλαισίου (διαφθορά και ασθενή ιδιοκτησιακά δικαιώματα), την φοροδιαφυγή, την έλλειψη θεσμικής εμπιστοσύνης, την μειωμένη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Όλα αυτά καλύπτονταν από την ύπαρξη άφθονης διεθνούς κυρίως χρηματοδότησης λόγω του «φθηνού ευρώ». Εδώ προφανώς υπήρξε σοβαρό έλλειμμα τραπεζικής εποπτείας στον διεθνή και ιδίως στον ευρωπαϊκό και ελληνικό τραπεζικό χώρο με αποτέλεσμα κατά την στιγμή της κρίσης να έχουν σοβαρά εκτεθεί κυρίως οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Ουσιαστικά, η παρακολούθηση των οικονομικών μεγεθών, είτε διότι υπήρχε σκοπιμότητα από την ελληνική πλευρά είτε διότι δεν υπήρχαν σχετικοί θεσμικοί κανόνες, ήταν εξαιρετικά ασθενής και πολύ μακριά από ότι θα απαιτούσε μία στοιχειωδώς αποτελεσματική διοίκηση. Επομένως, η διάσωση της ελληνικής οικονομίας (the Greek bail out) εμμέσως αφορούσε και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και την γενικότερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Στις ανωτέρω συνθήκες συντέλεσε το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά δεν υπήρχαν μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και σε διεθνές (IMF). Ενώ θα πρέπει να προστεθεί και η σοβαρή αδυναμία στις μεθοδολογικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις των εφαρμοζόμενων πολιτικών (σημαντικές και συστηματικές αστοχίες) που έπληξαν την αξιοπιστία των προγραμμάτων διάσωσης. Συγκεκριμένα, η σημαντική απώλεια της θεσμικής εμπιστοσύνης στα προγράμματα διάσωσης, σε συνδυασμό με τις σοβαρότατες απώλειες εισοδήματος (που ανέρχονταν σε 25% με 30% συνολικά, ατομικό και χώρας) οδήγησαν στην ανάπτυξη ενός σοβαρού αντισυστημικού πολιτικού υποβάθρου.
Στις εκλογές και στο δημοψήφισμα του 2015 διαμορφώθηκε μία ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία που πολιτικά επικαλείτο την πολιτική τιμωρία των «ενόχων» (εγχώριων και ξένων) για τους χειρισμούς που έγιναν και την αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Έτσι, εισήλθαν στην εγχώρια επικαιρότητα απόψεις όπως ότι θα ήταν προτιμότερη η πτώχευση ή η επιστροφή στην δραχμή, ιδίως στις αρχές του 2015 όταν είχε τεθεί το θέμα για το τι θα επακολουθούσε μετά το δεύτερο μνημόνιο.
Η εγχώρια άποψη υπέρ του Grexit συνάντησε την γεωστρατηγική και κοινωνική ανωριμότητα των εταίρων από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη οι οποίοι ανέφεραν είτε ως διαπραγματευτικό φόβητρο είτε ως πραγματική διέξοδο το Grexit. Αντί δηλαδή η ελληνική πλευρά να αποκλείσει κάθε συζήτηση για το Grexit και να επιμείνει στην επαναδιαπραγμάτευση των όρων διάσωσης, συζητούσε την ιδέα αυτή χάνοντας διαπραγματευτική θέση που ήταν εξαιρετικά σημαντική σε όρους θεωρίας παιγνίων (game theory) κάνοντας την χειρότερη διαπραγμάτευση που είχε γίνει ποτέ.5 Παράλληλα η άτακτη αναδιαπραγμάτευση του πρώτου μισού του 2015 έφερε capital controls. Οι συνολικές οικονομικές απώλειες για τους Έλληνες έχουν αναφερθεί να κινούνται στην περιοχή των 90 δις ευρώ.6
Επομένως, η ελληνική πλευρά με το δημοψήφισμα του 2015 επιχείρησε, επικαλούμενη και το Grexit, να ενισχύσει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τον Ιούλιο του 2015. Το γεγονός όμως ότι έστω και μετά από 17 ώρες διαπραγμάτευσης στο Συμβούλιο Κορυφής (7/7/2015), αποφάνθηκε ότι «όλα τα διαπραγματευτικά μέρη ήταν συνυπεύθυνα για την κατάσταση για να βρεθεί μία συναινετική λύση» (D. Tusk) ήταν τελικά μία επιτυχία για την Ελλάδα του μέλλοντος.
Έτσι η ελληνική ανάπτυξη σταθεροποιήθηκε στο διάστημα 2017-2023 με σημαντικές υπεραποδόσεις (σε σχέση με την κεντρική Ευρώπη) ιδίως τα τελευταία χρόνια. Όμως η οικονομική και κοινωνική κληρονομία της μνημονιακής περιόδου στην ελληνική κοινωνία οδήγησε στην επαναπροτεραιοποίηση των (οικονομικών) αναγκών επιβίωσης.7 Ίσως είναι η μοναδική κοινωνία στην Ευρώπη στην οποία συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό μαζί με την προβολή της Ελλάδος ως νοτιοανατολικό σύνορο της Ευρώπης δημιουργεί ηθική ευθύνη για την επανεξέταση ορισμένων βασικών συνθηκών για τις ενδεχόμενες διασώσεις, ιδίως σ’ ένα μακροπρόθεσμο περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων που διαφαίνεται μπροστά μας.
Συγχρόνως η Ελληνική κρίση ανέδειξε ότι το άλυτο πρόβλημα του 20ου αιώνα ήταν η ύπαρξη ενός πολιτικά νόμιμου μηχανισμού για την επίλυση του προβλήματος της διεθνούς προσαρμογής, κάτι το οποίο τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού δημιούργησε τεράστιες συγκρούσεις.8 Το μέγεθος της ελληνικής κρίσης αλλά και η παρούσα περίοδος αναταραχής αναδεικνύουν την ανάγκη επανοργάνωσης βασικών διεθνών θεσμών, αφού έτσι και αλλιώς αυτοί απειλήθηκαν από την ελληνική κρίση.
1. Petrakis P.E., (2011), The Greek Economy and the Crisis. Challenges and Responses, New York and Heidelberg: Springer, ISBN 978-3-642-21174-4.
2. European Commission (April 2023). Debt Sustainability Monitor, 2022. Institutional Paper No. 199. https://economy-finance.ec.europa.eu/ecfin-publications_en
3. Petrakis P.E., Kostis P.C., Valsamis D.G. (2013) European Economics and Politics in the Midst of the Crisis; From the Outbreak of the Crisis to the Fragmented European Federation., New York and Heidelberg: Springer, ISBN 978-3-642-41343-8, p.274.
4. Andersen B. (2020) The Crisis in Greece: Missteps and Miscalculations, European Stability Mechanism, Discussion Paper Series, Volume 2020 (Programme evaluation II special) no. 9, June.
5.Η διαπραγμάτευση του 3ου μνημονίου διάσωσης χαρακτηρίστηκε από το Harvard Law School ως μια από τις χειρότερες τεχνικές διαπραγμάτευσης (Τhe Athens government in the talks has been named the worst negotiating tactic of 2015 by Harvard Law School). https://www.cnbc.com/2016/01/13/greece-worst-negotiators-of-2015-harvard-law-school.html
6. Regling, K. (June 2018). Greece and the euro area adjustment programmes. Speech delivered in Athens on June 12, 2018. https://www.esm.europa.eu/speeches-and-presentations/“greece-and-euro-area-adjustment-programmes”-speech-klaus-regling
7. Βλ. World Values Survey (1999-2022).
8. Harold J. (2016). The EU and the Eurozone, in Petrakis P.E. (Ed.) A New Growth Model for the Greek Economy: Requirements for Long-Term Sustainability, Palgrave MacMillan, ISBN 978-1-137-58943-9.
* Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ