Επί πολλά χρόνια, οι ένθερμοι υποστηρικτές της πράσινης μετάβασης παραπονούντο για τις χαμηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2. Ο πενταπλασιασμός της τιμής τους μέσα σε ένα χρόνο τους χαροποίησε, αλλά μόνο για λίγο. Η προοπτική λήψης νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτής της ανόδου πάνω στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφερε το πρώτο πλήγμα. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία χτύπησε ακόμα πιο δυνατά τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων.
Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια της πολιτικής της για τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» είναι το σύστημα διαπραγμάτευσης των εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Όπως είχαμε δει τον Ιούνιο του 2021 (Όχι άλλο κάρβουνο, αναφωνεί η Κομισιόν - Ακριβότερες οι εκπομπές CΟ2 | Liberal Markets), οι αλλαγές που έγιναν το 2018 στη λειτουργία αυτού του μηχανισμού άρχισαν να φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και ενθάρρυναν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία αποφάσισε να προτείνει την επέκταση της χρήσης του μηχανισμού και σε άλλους τομείς πέρα από τη βιομηχανία.
Εκτός αυτού, πρότεινε και τη σταδιακή μείωση, έως και εξάλειψη, των δωρεάν δικαιωμάτων που μοιράζουν τα κράτη της Ε.Ε. στις εταιρείες τους. Εκείνη την περίοδο, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 κυμαινόταν γύρω στα 50 Ευρώ/μετρικό τόνο CO2, σημαντικά ανεβασμένη σε σχέση με τα 20 Ευρώ στα οποία βρισκόταν για πολύ καιρό, μέχρι την άνοιξη του 2020. Μέσα στη γενικότερη αισιοδοξία που επικρατούσε ανάμεσα στην κορυφή της ΕΕ για την άνοδο της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής CO2, μοναδική παραφωνία αποτελούσε η γκρίνια των εκπροσώπων της βιομηχανίας, οι οποίοι προειδοποιούσαν για τα μεγάλα προβλήματα που θα προκαλούσε στην Ευρωπαϊκή Οικονομία η συνέχιση της ανόδου.
Το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου και ύστερα από τρίμηνη έντονα ανοδική πορεία, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων άγγιξε τα 100 Ευρώ/μετρικό τόνο CO2, τιμή διπλάσια από αυτήν του προηγούμενου καλοκαιριού και πενταπλάσια από αυτή της άνοιξης του 2020. Εκείνες τις μέρες, στελέχη εταιρειών εναλλακτικών επενδύσεων (hedge funds όπως συνήθως αποκαλούνται) τα οποία δραστηριοποιούνται στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, εξέφραζαν τη βεβαιότητά τους πως η τιμή των δικαιωμάτων θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 100 Ευρώ μέσα στο 2022. Κάποιοι από αυτούς εκτιμούσαν πως σύντομα θα βλέπαμε τα 120 Ευρώ και οι πιο αισιόδοξοι μιλούσαν για τα 150.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως, για αρκετά hedge funds, μία από τις πιο προσοδοφόρες κινήσεις μέσα στο 2021 ήταν η αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, γεγονός που μάλλον τους «άνοιξε την όρεξη» για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Αυτό έχει κάνει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πολωνία και η Τσεχία, οι οποίες είναι από τους μεγαλύτερους καταναλωτές άνθρακα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να υποστηρίζουν πως η μεγάλη άνοδος οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε χειραγώγηση από τη μεριά των hedge funds. Το θέμα εξετάστηκε, ύστερα από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από την ESMA, την ευρωπαϊκή αρχή που εποπτεύει τα χρηματιστήρια και τις κεφαλαιαγορές, αλλά οι ισχυρισμοί των παραπονούμενων χωρών δεν έγιναν δεκτοί.
Γιατί λοιπόν είχαν ανεβεί τόσο οι τιμές; Το προκαταρκτικό πόρισμα της ESMA υποστηρίζει πως η άνοδος οφείλεται σε έναν συνδυασμό των θεμελιωδών στοιχείων της αγοράς με πολιτικές αποφάσεις (όπως αυτές που αναφέραμε στην αρχή). Χωρίς να έχουμε διαβάσει το πλήρες κείμενο του πορίσματος, υποθέτουμε πως ως θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς εννοούν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και κατά συνέπεια την αύξηση των εκπομπών CO2 την αυξημένη ζήτηση για άδειες εκπομπής.
Όταν δημοσιοποιήθηκε το πόρισμα, στα μέσα Νοεμβρίου του 2021, η τιμή ήταν στα 70 Ευρώ. Η περαιτέρω άνοδος μέχρι τα 100 Ευρώ εξηγείται από τη μεγάλη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη, πράγμα που έχει καταστήσει πιο συμφέρουσα τη χρήση άνθρακα για τη λειτουργία κάποιων εργοστασίων και για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, αυξάνοντας την κατανάλωση άνθρακα και βέβαια τις εκπομπές CO2. Βέβαια, όταν λέμε πως η χρήση άνθρακα από τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες ή για τις ηλεκτρικές εταιρείες είναι πιο συμφέρουσα από τη χρήση φυσικού αερίου, στην ουσία εννοούμε πως είναι λιγότερο επιζήμια για την οικονομική τους κατάσταση, μία προσωρινή λύση για την αποφυγή των προβλημάτων επιβίωσης για πολλές από αυτές.
Αυτό εξηγεί και την έντονη πίεση που ασκούν οι μεγάλες ενώσεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων προς τις αρχές προκειμένου να κάνουν κάτι για να σταματήσει η συνεχής άνοδος του κόστους των αδειών εκπομπής CO2. Οι πιέσεις αυτές, και η ανησυχία πολλών Ευρωπαίων πολιτικών για το μεγάλο πλήγμα που δέχεται η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, οδήγησαν στις δηλώσεις του Peter Liese την Τετάρτη 9η Φεβρουαρίου. Ο Liese, τον οποίον γνωρίσαμε στο Liberal Markets στα μέσα Ιανουαρίου (Η πορεία του ευρωπαϊκού Green Deal συναντά λακκούβες και παρακάμψεις | Liberal Markets), είναι Γερμανός Χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής, αρμόδιος για τον συντονισμό, στο Ευρωκοινοβούλιο, των νομοθετικών πρωτοβουλιών για την δημιουργία του οριστικού σχεδίου του Ευρωπαϊκού Green Deal.
Αναγνωρίζοντας την τεράστια αύξηση του κόστους λειτουργίας των βιομηχανιών συνεπεία της ενεργειακής κρίσης και της ανόδου της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής CO2, δήλωσε πως θα φέρει στην αρμόδια Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου την πρότασή του για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης. Προτείνει την τροποποίηση της πρόβλεψης του άρθρου 29α της βασικής νομοθεσίας που διέπει την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Αυτό προβλέπει, με κάπως αόριστο τρόπο, πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να καλέσει σε διαβούλευση τις αρμόδιες Εθνικές Αρχές, αν διαπιστωθεί πως για έξι συνεχόμενους μήνες η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων υπερβαίνει το τριπλάσιο του μέσου όρου της τιμής της τελευταίας διετίας και η άνοδος αυτή δεν οφείλεται μόνο σε θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς.
Τότε, σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, οι εθνικές αρχές θα μπορούν να εκδώσουν και να πουλήσουν μέσω δημοπρασιών, νέες άδειες εκπομπής πάνω από τις προβλεπόμενες, με σκοπό την ανακούφιση των επιχειρήσεων και την πτώση των τιμών. Ο Liese δεν διευκρίνισε ποιες είναι οι αλλαγές που θα προτείνει, υπονόησε όμως πως θα πρόκειται για μικρές διορθώσεις, απαραίτητες για να μπορεί να γίνει πιο εύκολα η χρήση των προβλέψεων του άρθρου 29α, το οποίο μέχρι τώρα δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ.
Οι δηλώσεις του Liese σταμάτησαν την ξέφρενη άνοδο της τιμής των δικαιωμάτων, η οποία έπεσε από τα 100 Ευρώ προς τα 85, για να ανεβεί και πάλι προς τα 95 στις 23 Φεβρουαρίου, αλλά προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των υποστηρικτών του συστήματος, οι οποίοι υποστήριξαν πως δεν είναι σωστό να χαλαρώσει ο μηχανισμός ακριβώς τη στιγμή που έχει αρχίσει να πετυχαίνει τον σκοπό του, δείχνοντας στις επιχειρήσεις πως η απαλλαγή από τον άνθρακα είναι μονόδρομος.
Οι ίδιοι πρόσθεσαν πως μία μείωση της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων θα βάλει φρένο στις επενδύσεις για την «απανθρακοποίηση» των ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Οι υποστηρικτές της πρότασης του Liese αντέτειναν πως σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση, που πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, το τελευταίο που θα σκεφθούν θα είναι οι επενδύσεις για την «απανθρακοποίηση».
Η σχετική ανταλλαγή απόψεων ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά η ρωσική εισβολή την κατέστησε μάλλον άνευ αντικειμένου. Μέσα σε μία εβδομάδα από την έναρξη του πολέμου, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 υποχώρησε έντονα, πέφτοντας κάτω και από τα 60 Ευρώ, πριν επιστρέψει κοντά στα 65, κόντρα στην τεράστια αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, την οποία θεωρητικά θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει. Τα αίτια της πτώσης δεν είναι απόλυτα σαφή.
Σχετικό ρεπορτάζ της Guardian προσπάθησε να εντοπίσει κάποια από αυτά: οικονομικά προβλήματα κάποιων βιομηχανιών, οι οποίες πούλησαν δικαιώματα εκπομπής ρύπων για να καλύψουν άλλες επείγουσες ανάγκες, ή προβλήματα κάποιων επενδυτών, οι οποίοι έπαθαν μεγάλες ζημιές από τη χρηματιστηριακή αναστάτωση και προσπάθησαν να τις καλύψουν πουλώντας κερδοφόρες θέσεις τους. Μία άλλη εκδοχή, στο ίδιο ρεπορτάζ, αναφέρει πως ορισμένοι Αμερικανοί επενδυτές έχουν τρομάξει από την αναστάτωση και απλά μειώνουν την έκθεσή τους στην Ευρώπη, ενώ η πιο προχωρημένη θεωρία αναφέρεται σε Ρώσους επενδυτές οι οποίοι απλά πουλάνε για να περισώσουν ό,τι μπορούν εξαιτίας των κυρώσεων.
Όποια και να είναι η εξήγηση, είναι σχεδόν βέβαιο πως όταν περάσει αυτή η μεγάλη χρηματιστηριακή, και όχι μόνον, αναταραχή που προκαλεί ο πόλεμος, το σύστημα διαπραγμάτευσης δικαιωμάτων ρύπων θα χρειαστεί να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του. Δεν ξέρουμε αν αυτό θα γίνει στη βάση των προτάσεων του Liese, αλλά δεν μπορεί να μην γίνει. Δεν είναι δυνατόν η οικονομική βιωσιμότητα μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων με εκατομμύρια εργαζομένους, να επηρεάζεται από έναν μηχανισμό που με την πρώτη μεγάλη αναμπουμπούλα γίνεται άνω κάτω, με τους συναλλασσόμενους να «πηδούν από τα παράθυρα». Όπως αποδεικνύεται, η επιτυχία του έδειξε και τις αδυναμίες του, ευτυχώς πριν επεκταθεί και σε άλλους σημαντικούς τομείς της οικονομίας.