Το κύμα των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη δουλειά τους-γνωστό ως «Μεγάλη Παραίτηση» - φαίνεται παραμένει σε εξέλιξη,
Τον Νοέμβριο, 4,5 εκατομμύρια εργαζομένων εγκατέλειψαν τις δουλειές τους σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ. Γενικότερα οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν τις δουλειές τους με ρυθμό ρεκόρ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ενώ πολλοί είναι αυτοί που σχεδιάζουν να παραιτηθούν το νέο έτος. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου του ResumeBuilder περίπου το 23% των εργαζομένων θα αναζητήσει νέες θέσεις εργασίας το 2022, ενώ το 9% έχει ήδη εξασφαλίσει μια νέα θέση.
Καθώς η αγορά εργασίας έχει αρχίσει να στενεύει επικίνδυνα ειδικά σε εξειδικευμένες ανώτερες θέσεις, οι εταιρείες προκειμένου να κρατήσουν το προσωπικό τους αυξάνουν τον προϋπολογισμό τους για τη μισθοδοσία, προσφέροντας υψηλότερους μισθούς.
Η ελευθερία όμως να εργάζεσαι από οπουδήποτε- αρκεί να έχεις μια καλή γραμμή internet - έχει αρχίσει να γίνεται «αξία ανεκτίμητη» , πόσο μάλλον την περίοδο της πανδημίας. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εκτιμούν την ευελιξία στην εργασία τους περισσότερο ακόμα και από μια αύξηση αύξηση μισθού 10%, σύμφωνα με έρευνα του WFH που ανέδειξε η Morgan Smith στο CNBC.
Πολλές εταιρείες λοιπόν αναμένεται να προχωρήσουν σε αυξήσεις άνω του 10% προκειμένου να προσελκύσουν ή και να διατηρήσουν τα ταλέντα εντός των κόλπων τους.
Αυτό είναι μια ωραία ιστορία από την πλευρά των εργαζομένων, αλλά για όσες εταιρείες χαρακτηρίζονται από υψηλόμισθες θέσεις εργασίας ενδεχομένως να αποτελεί μια ευμεγέθη αύξηση του κόστους εργασίας με σαφή αντίκτυπο στις μέχρι τώρα επιδόσεις τους σε επίπεδο κερδοφορίας και απόδοσης κεφαλαίου.
JPMorgan Chase και Citigroup κρούουν πρώτες τον κώδωνα
Το 2022 ως έτος αύξησης επιτοκίων στις ΗΠΑ ανοίγει έναν ενδιαφέρον κύκλο για τις αμερικανικές τράπεζες, καθώς η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται ν’αυξήσει τα περιθώρια κέρδους.
Όπως όμως μας υπενθύμισαν την Παρασκευή τόσο η JPMorgan Chase όσο και η Citigroup, το νόμισμα πάντα έχει δύο όψεις. Βλέπετε από τη μια ο πληθωρισμός αναγκάζει τη Fed να αυξήσει τα επιτόκια, την ίδια στιγμή όμως αναγκάζει τις τράπεζες να αυξήσουν το μισθολογικό κόστος. Δεδομένων δε των συνθηκών που έχει δημιουργήσει η «Μεγάλη Παραίτηση» στην αγορά εργασίας, η αύξηση αυτή για κάποιες τράπεζες φαίνεται ότι κάθε άλλο παρά εύπεπτη θα είναι.
Δείτε την πτώση των μετοχών της JPMorgan την Παρασκευή παρά την ανακοίνωση καλών αποτελεσμάτων. Οι μετοχές υποχώρησαν πέριξ του 6%, όταν κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης, η τράπεζα ανακοίνωσε στο κεφάλαιο των προβλέψεων για το 2022 ότι τα έξοδα θα αυξηθούν κατά 8% στα 77 δισεκατομμύρια δολάρια, τόσο λόγω της αύξησης των μισθών, όσο και των απαραίτητων επενδύσεων στην τεχνολογία.
Η παραδοχή του CFO Jeremy Barnum ότι «...οι αγορές εργασίας είναι σφιχτές, υπάρχει πληθωρισμός εργασίας και είναι σημαντικό για εμάς να προσελκύσουμε και να διατηρήσουμε τα καλύτερα ταλέντα και να πληρώσουμε ανταγωνιστικά» κατέληξε στο συμπέρασμα:«...τα υψηλότερα έξοδα πιθανότατα θα ωθήσουν τις αποδόσεις της τράπεζας το 2022 και το 2023 κάτω από τα πρόσφατα αποτελέσματα». Ένα συμπέρασμα που λειτούργησε σαν κόκκινο πανί στην επενδυτική κοινότητα, οδηγώντας τις μετοχές της τράπεζας σε απώλειες της τάξης του 6,15%, στα 157,89 δολάρια.
Ο Jeremy Barnum προσπάθησε να χαμηλώσει τον πήχη εξηγώντας ότι ενώ ο μέτριος πληθωρισμός οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια και ως εκ τούτου είναι καλός σε γενικές γραμμές για τον τραπεζικό τομέα, εντούτοις «κάτω από ορισμένα σενάρια, οι αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις στα έξοδα θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν το όφελος των επιτοκίων».
Πιο αφοπλιστικός ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος, Jamie Dimon όταν παραδέχθηκε στους αναλυτές κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης: «Θα είμαστε ανταγωνιστικοί στις αμοιβές. Αν αυτό συμπιέζει λίγο τα περιθώρια για τους μετόχους, ας είναι έτσι».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο οικονομικός διευθυντής της Citigroup, Mark Mason, υπερθεματίζοντας για την «έντονη και ανταγωνιστική πίεση στους μισθούς» και μάλιστα όχι μόνο για τις ανώτερες θέσεις, αλλά ακόμα και σε μερικά από τα χαμηλότερα επίπεδα.
Αρχίζει το... ματς
Αυτή την εβδομάδα και ως την 25η Ιανουαρίου που θα ξεκινήσει η διήμερη συνεδρίαση της Fed, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται στις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων τέταρτου τριμήνου, αρχής γενομένης από Goldman Sachs, Bank of America, Procter & Gamble, Netflix, United Airlines, Union Pacific κ.α.
Τα κέρδη τέταρτου τριμήνου, θα δώσουν την ευκαιρία στους επενδυτές να δουν από πρώτο χέρι πώς οι εταιρείες αντιμετωπίζουν τον πληθωρισμό, ο οποίος αυξήθηκε κατά 7% σε ετήσια βάση τον τελευταίο μήνα του 2021.
Από κάθε άποψη όμως το ενδιαφέρον θα απογειωθεί στις προβλέψεις για το 2022, σε μια συγκυρία όπου όλοι λίγο πολύ έχουμε στοιχηματίσει ότι οι αποδόσεις των μετοχών αξίας και των κυκλικών μετοχών θα ξεπεράσουν εκείνες της τεχνολογίας. Ως εκ τούτου, οι τηλεδιασκέψεις με τους αναλυτές θα δώσουν πολλά περισσότερα «λαβράκια» απο τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων αυτές καθαυτές.
Σύμφωνα με τον Jonathan Golub, επικεφαλή στρατηγικής μετοχών της Credit Suisse στις ΗΠΑ, η ενέργεια, τα υλικά και οι βιομηχανίες -οι εταιρείες παλαιάς οικονομίας- αναμένεται να εμφανίσουν μεγαλύτερη αύξηση κερδών, όχι μόνο τώρα, αλλά και τα επόμενα τρίμηνα.
Ο Golub εκτιμά ότι καθένας από τους παραπάνω κλάδους θα τα πάει καλύτερα από την τεχνολογία, ο κλάδος της οποίας αναμένεται ν’ αυξήσει τα κέρδη μόλις κατά 11%. Χαμηλός είναι ο πήχης και για τα χρηματοοικονομικά, που αν και θεωρούνται κυκλικές μετοχές, αναμένεται να σημειώσουν κέρδη μόλις 2%.
Όπως και να έχει, οι επόμενες εβδομάδες θα μας δώσουν ένα πρώτο στίγμα για το ποιές εταιρείες είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις πιέσεις τιμών και τα ζητήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και ποιές όχι.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.