Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κι ύστερα, η προτιμησιακή υπεροχή του αμερικανικού δολαρίου σε όρους διεθνών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων κι εμπορικών δεσμών είναι μια κατάσταση συνυφασμένη με κοινά αποδεκτές συναλλακτικές πρακτικές σε όλο τον κόσμο.
Το 2020, περί το 60% του συνόλου των πιστοδοτήσεων που χορηγήθηκαν από όλες τις εμπορικές τράπεζες παγκοσμίως ήταν εκπεφρασμένο σε δολάρια, ενώ κατά την περίοδο 1999-2019, το μέσο ετήσιο ποσοστό παγκόσμιο εμπορίου που ελάμβανε χώρα σε δολάρια ανερχόταν κοντά στο 50%. Τουλάχιστον μέχρι το ξέσπασμα της τρέχουσας πανδημικής κρίσης, η ακλόνητη κυριαρχία του συγκεκριμένου νομίσματος αποτελούσε μια σχετικά ακίνδυνη πραγματικότητα για τις υπόλοιπες μείζονες εθνικές οικονομίες, αλλά πλέον αυτή η συνθήκη έχει ανατραπεί άρδην και απειλεί ειδικότερα τον πυρήνα της ευρωζωνικής ενότητας, που δεν είναι άλλος από το ευρώ.
Το ευρώ, σε μια σταθερά καθοδική πορεία από την αρχή του 2021, έχει υποστεί μια δραστική υποτίμηση της τάξης του 13% έναντι του δολαρίου. Με την αξία του ευρωπαϊκού νομίσματος να αντιστοιχεί πια σε 1,06 δολάρια, ο κίνδυνος της νομισματικής σύγκλισης και μιας παρεπόμενης αυτής συναλλαγματικής κρίσης φαντάζει κάθε άλλο παρά απίθανος. Κι αυτή είναι η τελευταία κρίση που έχει ανάγκη να χρεωθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μιας και η ζημιογόνος απραξία της έχει ήδη σχεδόν εξαντλήσει όποια μακροπολιτική αξιοπιστία φέρουν οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ περί παρεμβάσεων την «κατάλληλη στιγμή». Μπορεί η δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει η φερεγγυότητα της ΕΚΤ να προϋπήρχε, αλλά έτι περαιτέρω εντάθηκε μετά την ατιμωτική παραδοχή για λανθασμένη πρόβλεψη του προσδοκώμενου πληθωρισμού κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες όσον αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2022 – από 4% σε 6%.
Είναι κοινή γνώση ότι ο εισαγόμενος πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί μεταξύ άλλων και λόγω του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, αλλά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ενεργειακών εισαγωγών της ΕΕ πληρώνεται σε ανατιμημένα πια δολάρια ΗΠΑ - μόνο για το 2019, περί το 85% του συνόλου των προαναφερθεισών εισαγωγών εξοφλήθηκε σε αμερικάνικο δολάριο - επιτείνει το ήδη υπάρχον πληθωριστικό πρόβλημα.
Κι είναι η συνεχιζόμενη απόκλιση μεταξύ των νομισματικών πολιτικών της Fed και της ΕΚΤ, που προσφάτως παγιώθηκε με την αύξηση του βασικού επιτοκίου της πρώτης κατά 0,5%, στην οποία πρέπει να αποδοθεί η διαφαινόμενη επιπλέον συναλλαγματική αποδυνάμωση του ευρώ. Όσο περισσότερο θελκτικές καθίστανται οι επενδύσεις σε αμερικανικό δολάριο ως απόρροια των υπονοούμενων ανόδων του αμερικανικών επιτοκίων, τόσο περισσότερο συχνές θα είναι οι ρευστοποιήσεις του ευρώ στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.
Μόνο μία κατάλληλη απόκριση υπάρχει σε αυτή τη δυσχερή συγκυρία κι αυτή είναι η σταδιακή μετάβαση σε συνθήκες νομισματικής συστολής. Είναι αδήριτη ανάγκη να περιοριστεί η ποσοτική χαλάρωση και να εκκινήσει το συντομότερο δυνατόν ένας παρατεταμένος κύκλος βαθμιαίας αύξησης επιτοκίων. Όσο η ΕΚΤ χρονοτριβεί, η συσφικτική πολιτική που εν τέλει θα εξωθηθεί να εφαρμόσει φαίνεται ότι θα ενεργηθεί με τρόπο που πρόκειται αναπόφευκτα να είναι υφεσιακός.
Η αμιγώς πολιτική διαχείριση οικονομικών προκλήσεων οδηγεί αρκετές φορές σε μυωπική αντιμετώπιση των, κι αυτή την αλήθεια επιβεβαιώνει η Κριστίν Λαγκάρντ με το εμμονικό της ενδιαφέρον για τη διατήρηση χαμηλών spread στα ευρωπεριφερειακά ομόλογα. Πόσο επικίνδυνα κοντόφθαλμη στάση είναι να αγνοείται συστηματικά πια ότι το κοινό νόμισμα αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα της ευρωπαϊκής συνοχής;
Η Ευρώπη βρίσκεται στα πρόθυρα πλήρους εξάντλησης του χρόνου και της τύχης της. Με τον ετήσιο πληθωρισμό για τον μήνα Απρίλιο, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, να ανέρχεται στο 7,5%, από το 5,9% μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, και τον μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό για την επόμενη δεκαετία να αποτιμάται στο 3,02% για την ευρωζώνη, η άμεση δράση καθίσταται υπαρξιακή αναγκαιότητα.
Οι αόριστες δεσμεύσεις για κατάλληλη καταπολέμηση όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες δεν έχουν καμία αποτρεπτική ισχύ κατά του προελαύνοντος πληθωρισμού, που παρεμπιπτόντως είναι εξόχως πιθανό να κορυφωθεί σε διψήφιο αριθμό εντός των επόμενων μηνών. Αν σύντομα δε ληφθούν τολμηρά μέτρα, τότε ένα ανατροφοδοτούμενο σχήμα συναλλαγματικών κρίσεων και πληθωριστικών εξάρσεων θα καταστεί αναπόφευκτο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
* Ο Ιωάννης Μουστάκης είναι Ph.D. Student in Finance and Business Economics στο USC Marshall School of Business