Ο strategist που προέβλεψε το φετινό ράλι βλέπει τώρα τον S&P500 στις 6.100 μονάδες
Shutterstock
Shutterstock

Ο strategist που προέβλεψε το φετινό ράλι βλέπει τώρα τον S&P500 στις 6.100 μονάδες

Η κούρσα στη Wall Street που οδήγησε τον δείκτη S&P500 20% υψηλότερα φέτος δεν έχει τελειώσει, το ράλι έχει ακόμη δρόμο να τρέξει, προβλέπει ο επενδυτικός οίκος ΒΜΟ Capital Markets.  

Ο strategist Brian Belski της ΒΜΟ ανέβασε τον στόχο για τον δείκτη αναφοράς της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς μέχρι το τέλος του 2024 στις 6.100 μονάδες από τις 5.600 πριν.  

Είναι ο υψηλότερος στόχος για τον S&P500 από επενδυτικό οίκο της Wall Street. O δείκτης έκλεισε στις 5.6218 μονάδες την Τετάρτη, που σημαίνει ανοδικό περιθώριο 9% μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς. Ήδη η αγορά δείχνει να συμβαδίζει με την πρόβλεψη, σημειώνοντας νέο ιστορικό υψηλό την Πέμπτη, για 39η φορά φέτος.

Οι παίκτες στη Wall Street ποντάρουν ότι η Fed θα πετύχει μια απαλή προσγείωση της οικονομίας. Η τολμηρή πρώτη μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και η δέσμευση της να μην μείνει πίσω από την καμπύλη αποδόσεων αναζωπύρωσε τις προσδοκίες ότι θα αποφευχθεί η ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ.

Ο Belski της ΒΜΟ, από τους λίγους που προέβλεψαν σωστά πέρυσι το φετινό ράλι, αναθεώρησε τον στόχο για δεύτερη φορά φέτος. Κατά μέσο όρο ο στόχος των επενδυτικών οίκων για τον S&P500 στο τέλος της χρονιάς είναι οι 5.523 μονάδες, σύμφωνα με το Bloomberg.

O strategist στηρίζει τη θετική του άποψη στη στροφή της Fed προς χαλαρότερη νομισματική πολιτική και στη διεύρυνση της κούρσας στη χρηματιστηριακή αγορά, πέρα από τις λεγόμενες «υπέροχες 7» μετοχές των κολοσσών του κλάδου τεχνολογίας που ήταν οι κύριοι οδηγοί της κούρσας.

Σύμφωνα με την ανάλυση της ΒΜΟ, από το 1950 υπήρξαν μόνο οκτώ φορές που ο S&P500 σημείωσε άνοδο 15%-20% στο πρώτο εννεάμηνο της χρονιάς και η μέση απόδοσή του στο τελευταίο τρίμηνο τις χρονιές αυτές ήταν γύρω στο 6%.

Οι strategist άλλων επενδυτικών οίκων στη Wall Street δεν άλλαξαν τις προβλέψεις τους το καλοκαίρι, έχοντας ήδη αυξήσει τους στόχους για τον S&P500 καθώς οι μετοχές κέρδιζαν ύψος στο πρώτο εξάμηνο. Οι επενδυτικές τράπεζες Goldman Sachs, UBS και Citigroup είχαν ανεβάσει τους στόχους τους.

Η ΒΜΟ ήταν η τελευταία που αναθεώρησε την πρόβλεψή της για τον δείκτη μετά την παρόμοια κίνηση της Deutsche Bank πριν από μία εβδομάδα. H Deutsche ανέβασε τον στόχο στις 5.750 μονάδες από 5.500 πριν, βλέποντας ότι η όρεξη για ρίσκο παραμένει δυνατή, ότι οι επαναγορές ιδίων μετοχών αυξάνονται και ότι τα κέρδη που ανακοίνωσαν οι επιχειρήσεις ήταν δυνατά, προσελκύοντας εισροές στην αγορά μετοχών.

Η Deutsche Bank εκτιμά ότι τα buybacks μετοχών θα αυξηθούν στα 1,2 τρισ.δολάρια την επόμενη χρονιά και ότι η διόρθωση στις αρχές Αυγούστου, λόγω ανησυχιών που προκάλεσε η αποθέρμανση της αγοράς εργασίας στις ΗΠΑ και η υποβάθμιση των μετοχών τεχνολογίας, πέρασε οριστικά με τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια να ξαναχτίζουν θέσεις σε μετοχές.  

Το ερώτημα πλέον στις αγορές είναι ένα: ξεκίνησε η Fed τον κύκλο νομισματικής χαλάρωσης έγκαιρα ώστε να διατηρήσει την αμερικανική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και να αποφευχθεί ένα απότομο φρενάρισμα;

H Fed χαμήλωσε το κόστος χρήματος για πρώτη φορά σε τέσσερα χρόνια την Τετάρτη, τονίζοντας ότι η μείωση κατά 50 μονάδες βάσης ήταν κίνηση που αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί η ανάπτυξη σε μια δυνατή οικονομία και όχι αντίδραση σε μια επείγουσα κατάσταση λόγω της αποθέρμανσης της αγοράς εργασίας.

Η προοπτική του «soft landing» της οικονομίας, της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού χωρίς να προκληθεί ύφεση, ήταν το σενάριο που οδήγησε τις μετοχές και τα ομόλογα σε υψηλότερα επίπεδα φέτος.

Την Πέμπτη ο δείκτης S&P500 ξεπέρασε τις 5.700 μονάδες και το βαρόμετρο φόβου της Wall Street, ο δείκτης μεταβλητότητας VIX, έπεσε στις 17 μονάδες.

Σύμφωνα με την UBS, ιστορικά οι μετοχές σημειώνουν καλές επιδόσεις σε περιόδους που η Fed μειώνει τα επιτόκια και η οικονομία των ΗΠΑ δεν βρίσκεται σε ύφεση. «Εκτιμούμε ότι και η τωρινή δεν θα αποτελέσει εξαίρεση». 

Το βασικό σενάριο της UBS βλέπει τον S&P500 στις 5.900 μονάδες μέχρι το τέλος της χρονιάς και στις 6.200 μέχρι τον Ιούνιο του 2025.