Όλοι ξέραμε από πριν, πως το 2024 θα ήταν η χρονιά της Γαλλίας, καθώς η διοργάνωση των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σίγουρο πως θα έφερνε το Παρίσι και κατ’ επέκταση όλη τη Γαλλία στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λίγοι, όμως, είχαν φανταστεί πως η Γαλλία θα μας απασχολούσε πολύ περισσότερο για κάτι εντελώς διαφορετικό και σαφώς αρνητικό.
Η πολιτική αναταραχή που προκάλεσαν οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές ξύπνησε τις ανησυχίες των διεθνών αγορών και η χώρα αντιμετωπίζεται από τους επενδυτές ως μία πιθανή εστία δημοσιονομικής εκτροπής. Η κατάσταση είχε βελτιωθεί λίγο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μισέλ Μπαρνιέ τον Σεπτέμβριο, αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν και πάλι, καθώς έχει φθάσει η ώρα της ψήφισης του προϋπολογισμού.
Όλοι γνωρίζαμε πως η κατάρτιση και η ψήφιση του προϋπολογισμού δεν θα ήταν μία εύκολη υπόθεση, αλλά η απειλή της Μαρίν Λεπέν πως θα συνταχθεί με την Αριστερά, θα καταψηφίσει τον προϋπολογισμό και θα υποστηρίξει τυχόν πρόταση μομφής σήμανε συναγερμό. Η Λεπέν είχε εμφανιστεί αρχικά έτοιμη να συνεργαστεί με την κυβέρνηση Μπαρνιέ και να υπερψηφίσει τον προϋπολογισμό, αλλά η στάση της σταδιακά άλλαξε.
Επικαλούμενη την άρνηση του Μπαρνιέ, να συμπεριλάβει στο σχέδιο προϋπολογισμού κάποιες από τις προτάσεις του κόμματός της, έχει απειλήσει επανειλημμένα πως δεν θα τον υπερψηφίσει και πως θα συνταχθεί με τον συνασπισμό των αριστερών κομμάτων που θα υποβάλουν πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης (η πρόταση μομφής σχετίζεται με το γεγονός πως με βάση το τι ισχύει στη χώρα, ο προϋπολογισμός μπορεί να «περάσει», ακόμα και αν καταψηφιστεί στη Βουλή).
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αγορές και οι επενδυτές δεν χαίρονται καθόλου βλέποντας πως υπάρχει πιθανότητα πτώσης της κυβέρνησης, ανησυχούν για την πιθανή ακυβερνησία και φοβούνται τη χειροτέρευση της δημοσιονομικής κατάστασης που μπορεί να φέρει μία νέα πολιτική αναταραχή.
Μιλώντας για τη δημοσιονομική κατάσταση, είναι αλήθεια πως τα πράγματα εξελίσσονται χειρότερα από τις προβλέψεις που είχαν γίνει στην αρχή της χρονιάς. Σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, η υστέρηση των φορολογικών εσόδων θα ανεβάσει το έλλειμμα στο 6,10% του ΑΕΠ για το 2024, ενώ η αρχική πρόβλεψη ήταν για 4,40%.
Ο προϋπολογισμός που έχει συντάξει ο πρωθυπουργός Μπαρνιέ προβλέπει έναν συνδυασμό αύξησης φόρων και μείωσης δαπανών, που θα μειώσει το έλλειμμα κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ και θα το φέρει στο 5% του ΑΕΠ. Η πιθανή ανατροπή της κυβέρνησής του θα κάνει πολύ πιο δύσκολο αυτό το έργο. Όπως, όμως, μας θυμίζει το Reuters Breakingviews, το 6,10% είναι διπλάσιο του ορίου του 3%, που είναι το μέγιστο επιτρεπτό από τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης.
Αυτό φυσικά δεν έχει περάσει απαρατήρητο από τις αγορές, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και σε απόλυτους αριθμούς και σε σχέση με το κόστος δανεισμού άλλων χωρών. Προχθές Τετάρτη, το spread μεταξύ των κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας της Γερμανίας και της Γαλλίας είχε φθάσει στο 0,90%, πολύ παραπάνω από το 0,50% που ήταν πριν την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών. Χθες Πέμπτη τα πράγματα καλυτέρεψαν λίγο μετά τις δηλώσεις του υπουργού οικονομικών, Antoine Armand, ο οποίος υπαινίχθηκε πως θα μπορούσε να προχωρήσει σε κάποιες αλλαγές στο σχέδιο προϋπολογισμού, προκειμένου να πείσει τη Λεπέν να αλλάξει γνώμη και να τον υπερψηφίσει.
Έτσι, το spread με τη Γερμανία μειώθηκε στο 0,85%. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει πολύ τα πράγματα. Η δυσπιστία και η ανησυχία των επενδυτών είναι τέτοια που το κόστος δανεισμού της Γαλλίας έχει φθάσει στα ίδια επίπεδα με αυτό της Ελλάδας, πράγμα απολύτως αδιανόητο κάποτε, ενώ είναι μόνο 0,40% κάτω από αυτό της Ιταλίας, που θεωρείται αυτή την εποχή η πλέον προβληματική περίπτωση της Ευρωζώνης.
Δεν ξέρουμε αν ο υπουργός Armand θα πείσει τη Μαρίν Λε Πεν ή θα το κάνει η ίδια, φοβούμενη πως θα χρεωθεί την «καταιγίδα» στις αγορές, στην οποία αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός Μπαρνιέ, μιλώντας για τις συνέπειες μίας πιθανής καταψήφισής του και της επακόλουθης πτώσης της κυβέρνησης. Αν το κάνει, είναι βέβαιο πως τα πράγματα θα ηρεμήσουν λίγο και οι αγορές δεν θα τιμωρήσουν περισσότερο, τουλάχιστον άμεσα, τα γαλλικά περιουσιακά στοιχεία, ομόλογα και μετοχές. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι αγορές θα καθησυχαστούν πλήρως, αφού η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσει σύντομα.
Αν έχουμε δίκιο σε αυτό, οι επενδυτές θα συνεχίσουν να είναι δύσπιστοι απέναντι στα γαλλικά κρατικά ομόλογα για αρκετό καιρό ακόμα, με κάποιες κρίσεις πανικού να επανέρχονται, όταν το κλίμα θα οξύνεται στη Γαλλία. Εκτός από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων που ανεβάζει το κόστος δανεισμού της χώρας, ο προβληματισμός των αγορών φαίνεται και από το γεγονός πως η φετινή χρονιά είναι η χειρότερη από το 2010 για τον δείκτη CAC 40, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μετοχές και τον δείκτη Stoxx 600.
Από την αρχή της χρονιάς μέχρι χθες, ο γαλλικός δείκτης αποδίδει κατά περίπου 10% λιγότερο από τον Stoxx 600. Από το 2010, όταν είχε μία παρόμοια άσχημη επίδοση, μέχρι και το 2023, ο CAC 40 είχε χειρότερη ετήσια απόδοση μόνο 3 φορές και ποτέ περισσότερο από -5%.
Για να μην γινόμαστε υπερβολικοί, η αύξηση του κόστους δανεισμού της Γαλλίας, λόγω της φετινής αναταραχής, δεν υπάρχει περίπτωση να οδηγήσει τη χώρα σε περιπέτειες σαν αυτές που είχαμε ζήσει εμείς πριν μερικά χρόνια. Όπως μας θυμίζει ο Pierre Briancon του Reuters Breakingviews, η γαλλική οικονομία είναι πολύ μεγάλη, έχει πλούσιους πόρους και τη δυνατότητα να επιβάλει φόρους για να καλύψει τις υποχρεώσεις της, ενώ το κράτος διαθέτει πολλά μεγάλα περιουσιακά στοιχεία και η δημόσια διοίκηση είναι καλά οργανωμένη.
Κατά τον αρθρογράφο, δεν υπάρχει πιθανότητα να δούμε τους πιστωτές της να ανησυχούν πως η Γαλλία δεν θα αποπληρώσει τα δάνειά της. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η τωρινή αναταραχή δεν θα προκαλέσει προβλήματα. Ο Briancon αναφέρει πως η φετινή κρίση έχει ήδη υπολογίσιμες συνέπειες για τη χώρα, το αποτέλεσμα των οποίων θα είναι η ανάγκη εφαρμογής πολιτικής λιτότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον, προκειμένου να διορθωθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα.
Ο ίδιος αναφέρει πως οι ετήσιες πληρωμές τόκων από το γαλλικό δημόσιο προς τους ομολογιούχους έχουν ήδη ανεβεί από το 2020, λόγω της αύξησης των επιτοκίων από τότε. Το 2025 θα περάσουν τα 60 δισεκατομμύρια, από 36 δισεκατομμύρια το 2020, και θα είναι μεγαλύτερες από τον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας. Αναφέρει επίσης, με βάση μελέτη του γαλλικού think tank FIPECO, πως η φετινή αύξηση του κόστους δανεισμού, εξαιτίας της πολιτικής κρίσης, συνεπάγεται ετήσια αύξηση των δαπανών, για πληρωμή τόκων πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε μερικά χρόνια από τώρα.
Όλα αυτά θα κάνουν αναγκαία την εφαρμογή πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα και, προσθέτουμε εμείς, ακόμα πιο δύσκολη από πολιτικής πλευράς, την κατάρτιση και ψήφιση προϋπολογισμών.
Αν ο Γάλλος αρθρογράφος του Reuters Breakingviews έχει δίκιο, αυτό σημαίνει πως οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της τωρινής πολιτικής αναταραχής είναι μάλλον μεγαλύτερης σημασίας από τους προβληματισμούς των αγορών για την πορεία των spreads τους επόμενους μήνες.